Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Ευχές μετά μουσικής


Η πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης ήταν κάτι που περιμέναμε κάθε χρόνο με ευχάριστη προσμονή να παρακολουθήσουμε —μια από τις ωραιότερες επιλογές της κρατικής τηλεόρασης. Η εορταστική ατμόσφαιρα, τα οικεία έργα κι ένα είδος επισημότητας, που απρόσμενα αποβάλλει κάθε ψυχρότητα, είναι τα στοιχεία που γοητεύουν σ’ αυτή την εκδήλωση.
Επιλέγω κάποιο από τα λιγότερο δημοφιλή έργα του ρεπερτορίου της: το Αιγυπτιακό Εμβατήριο του Γιόχαν Στράους του Νεότερου (Johann Strauss IIÄgyptischer Marsch). Ξέρω ότι κάποιοι θα βιαστούν να υποστηρίξουν ότι το κάνω λόγω καταγωγής! Αλλά…
…Πόσο τρυφερά ανοίγουν τα ξύλινα πνευστά το δρόμο! Πόσο παιχνιδιάρικα σπεύδουν τα έγχορδα να συμμετάσχουν! Πόσο ορμητικά διεκδικούν τα κρουστά την πρωτοκαθεδρία! Και πόσο επιθετικά μπαίνουν στο πλευρό τους τα χάλκινα!
Γρήγορα καταλαγιάζει ο ενθουσιασμός της εισόδου καθεμιάς ομάδας, συγκροτούνται σε σύνολο κι αρχίζουν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Ύστερα όμως αποτραβούν την έντασή τους για ν’ αφήσουν μες στη μέση τις ανθρώπινες φωνές να τραγουδήσουν χαρούμενα. Στο τέλος παιανίζουν και πάλι, σαν να θέλουν να υπογραμμίσουν την ξενοιασιά αυτών των φωνών, αγκαλιάζοντας με το κύκλο τους το χαρμόσυνο μήνυμα!
Βέβαια έχει το δικό του ενδιαφέρον το πώς ο ρομαντικός Ευρωπαίος του 18ου αιώνα νομίζει ότι αποδίδει τα ηχοχρώματα της Ανατολής…
Ευχή μου:
Μια καλύτερη και δημιουργικότερη χρονιά σε όλες και όλους!

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Χριστός γεννάται σήμερον


και στην ψυχή κάθε παιδιού κρύβεται ένας μικρός Χριστός. Ένας μικρός Χριστός που αγαπάει και χαμογελάει. Ένας μικρός Χριστός όμως που επίσης, όντας κυνηγημένος από τον Ηρώδη, φοβάται και, γι’ αυτό, μιλάει.
Ακούμε τα τιτιβίσματα των παιδιών. Οι καλοί Δάσκαλοι φροντίζουν να τους δώσουν φωνή. Μπορούμε πίσω από το κελάρυσμά της ν’ αφουγκραστούμε το λόγο του μικρού Χριστού;
Το ευοίωνο ταξίδι που είχε ξεκινήσει το 132ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας, μετά την ανασταλτική παρέμβαση του κράτους που νικήθηκε στο δικαστήριο, συνεχίζεται με την εμπνευσμένη διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου στο τιμόνι και ακαταπόνητους Δασκάλους στα κουπιά! Αέρας στα πανιά το βραβείο του Συνηγόρου του Παιδιού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους 2011!

Υπάρχει ελπίδα και κάποιοι της δίνουν φτερά!
Αυτή είναι η φετινή χριστουγεννιάτικη ευχή μου για όλους τους ανθρώπους…

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Μέρες περίεργες


Μέρες που το καλαντάρι θυμίζει ονόματα και αγαπημένους. Μέρες που τα ζαχαροπλαστεία και τα ανθοπωλεία κάποτε έκαναν χρυσές δουλειές.
Τώρα; Τώρα, ευτυχώς, απομένει πάντα ζεστή τουλάχιστον η αγάπη. Ίσως πιο ειλικρινής, πιο άμεση, αφού η κρίση την έγδυσε από τις τυπικότητες.
Μένει όμως και η μνήμη. Ζωντανή ν’ ανασκαλεύει ένα Σαββατόβραδο. Παρανοϊκό. Γεμάτο κρότους. Καπνισμένο και κόκκινο. Σαν το αίμα!

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Μέρες του Νοέμβρη (1973 ή 1983 ή 2011)


Edvard Munch, The Scream (από εδώ)
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή».

Εγώ όμως φοβάμαι και όσους σήμερα, συνοψίζοντας μια ολόκληρη γενιά σε μερικά «ονόματα», δοξομανή ή/και αργυρώνητα, επιχειρούν να κοντύνουν το ανάστημα που όρθωσαν σε κρίσιμες στιγμές χιλιάδες αφανείς «άμυαλοι» νέοι. Αυτούς που βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τους πενήντα, εκατό, διακόσιους νοματαίους, που εξαργύρωσαν την τυχαιότητα της ηλικίας τους, με τους χιλιάδες άλλους νέους που, αφού έδωσαν το «παρών» στο κάλεσμα των καιρών, βγήκαν στην κοινωνία και πάλεψαν να την αλλάξουν ο καθένας από το μετερίζι του, μένοντας μακριά από τα στρεβλωτικά φώτα των προβολέων.
Γενικώς, φοβάμαι…
Αλλά και …ελπίζω! Γιατί στην ώρα του μεγάλου Ναι και του μεγάλου Όχι, ως εκ θαύματος, πάντα εμφανίζονται αυτοί οι αφανείς!

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Μια ώρα

Κάπου εκεί βαθιά, στην κόψη του Σαββάτου, ξεγλίστρησε κρυφά μια ώρα, χώθηκε στα σκοτεινά της Κυριακής και τέντωσε το χρόνο. Σα να έκανε botox στη ρυτίδα που σχηματίστηκε πριν από εφτά μήνες.
Οι Αέρηδες από εδώ
— Μια ωρίτσα παραπάνω, είπε χαρούμενα.
— Μάλλον μια ωρίτσα επιστροφή από το φόρο του χρόνου, διόρθωσε συνοφρυωμένα.
— Μπορεί. Πάντως αυτό το εικοσιτετράωρο έχει είκοσι πέντε ώρες. Μια ώρα παραπάνω ζωή!
— Έτσι νομίζεις; Ξέχασες ότι σ’ την είχανε σουφρώσει το Μάρτη;
— Ε, καλά κι εσύ! Πάντα μισοάδειο το βλέπεις το ποτήρι σου!
— Γιατί το λες αυτό; Μόνο από το δικό μου ποτήρι λείπουν οι γουλιές;
— Είσαι σκέτη γκρίνια! Εντάξει, μας τη χρωστούσανε. Ορίστε τώρα που μας την επέστρεψαν. Η τάξη αποκαταστάθηκε.
— Σιγά μην αποκαταστάθηκε η τάξη! Το ίδιο είναι να σου παίρνουν μιαν ανοιξιάτικη ώρα και να σ’ τη γυρίζουν μέσα στο καραφθινόπωρο;
— Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι έχω μια ωρίτσα παραπάνω!
— Α, ναι; Και τι θα την κάνεις; Μήπως θα τη ζήσεις; Θα την κοιμηθείς, και μάλιστα βαθιά. Δεν έχεις καταλάβει ότι μας πήρανε μια ώρα πιθανής διασκέδασης και μας δώσανε μια ώρα ύπνου. Τέτοιον καιρό τους βολεύει να κοιμόμαστε! Ενώ την άνοιξη όλο και κάποια πιθανότητα υπήρχε να την αξιοποιήσεις κάπου έξω.
— Και τι μ’ εμποδίζει να το κάνω και τώρα;
— Πρώτον, ο καιρός —για να μην πω, ο κακός σου ο καιρός!
— Διάθεση να υπάρχει και όλα γίνονται…
— Ναι, τη βλέπω εγώ τη διάθεση. Μες στα τρελά κέφια είναι όλοι γύρω τριγύρω!
— Κοίταξε να δεις… Ό,τι και να πεις, δεν θα με χαλάσεις. Εγώ έχω στη διάθεσή μου μία ώρα να την κάνω ό,τι θέλω. Εξήντα ολόκληρα λεπτά! Πόσα δευτερόλεπτα μας κάνουν, αλήθεια;
— Δεν μας παρατάς, λέω εγώ; Πάω για ύπνο…
— Όνειρα γλυκά και απονήρευτα! Εγώ θα βάλω δυο δαχτυλάκια στο ποτήρι μου, θα χαμηλώσω τα φώτα στο σαλόνι, θα κουρνιάσω στην πολυθρόνα και θ’ ακούσω λίγη μουσική. Ποιος λες να περάσει καλύτερα αυτή την εικοστή πέμπτη ώρα;
Bach - Brandenburg Concertos No.3 - i: Allegro Moderato

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Και το σώμα θυμάται


Θυμήσου, Σώμα…

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή —  και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
Κ. Π. Καβάφης

Ακούμπησε το βιβλίο ανοιχτό πάνω στο τραπεζάκι δίπλα της και το βλέμμα της χάθηκε στα μολυβένια σύννεφα του Οκτώβρη. Καθώς σήκωσε την κούπα με τον καφέ, κοίταξε το μπράτσο της. Πότε χτύπησε; Παρατήρησε τα πόδια της. Πώς έγιναν όλες αυτές οι μελανιές; Κάποιες ξεθώριαζαν ήδη κιτρινωπές, αλλά πολύ κοντά τους είχαν εμφανιστεί καινούργιες, κατάμαυρες ακόμη.
Θυμήθηκε ότι τη νύχτα είχε σηκωθεί να πιει νερό κι από συνήθεια δεν άναψε το φως. Μέχρι να φτάσει στην κουζίνα δυο πόμολα την άδραξαν από το μπράτσο και το χαμηλό ντουλαπάκι του διαδρόμου σταμάτησε το αριστερό της γόνατο. Πάντα στα ίδια εμπόδια. Α, και το τραπέζι του σαλονιού έδειχνε αδυναμία στη δεξιά της γάμπα. Αν και κείνο ήταν πιο ψυχοπονιάρικο. Με στρογγυλεμένες γωνίες τη μελάνιαζε χωρίς να τη γδέρνει. Κάτι ήταν κι αυτό.
Αναρωτήθηκε γιατί αυτά τα χτυπήματα, ξανά και ξανά. Θαρρείς και γύρισε στην άγαρμπη εφηβεία! Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να επαναλάβει νοερά αυτές τις μικρές οδυνηρές μετακινήσεις. Και τότε κατάλαβε.
Το σώμα της έκανε τις παλιές του γνώριμες διαδρομές. Θυμόταν κι ακολουθούσε το χάρτη του σπιτιού που το αγκάλιασε για τριάντα, και βάλε, χρόνια. Τώρα, στον καινούργιο χώρο, λειτουργούσε σαν τον τυφλό που του άλλαξαν τη διάταξη των επίπλων χωρίς να τον ειδοποιήσουν.


Μετά τη μετακόμισή της, τη ρωτούσαν συχνά αν βολεύτηκε στο καινούργιο σπίτι. Η απάντηση έβγαινε διστακτική και ασαφής:
— Είναι η νέα μου κατοικία. Δεν έχει γίνει ακόμη σπίτι μου.
Δεν μπορούσε να το εξηγήσει καλύτερα. Μια πολύ καλή φίλη με ευαισθησία σχολίασε ότι πρέπει να δημιουργήσει νέες αναμνήσεις κι εκείνη βρήκε πολύ εύστοχη αυτή την παρατήρηση. Ναι, χρειάζεται χρόνος, ζωή βιωμένη στον εκάστοτε χώρο για να γίνει οικείος κι αυτός.
Τώρα σκεφτόταν ότι η νέα της κατοικία θα έχει γίνει σπίτι της, όταν θα μπορεί να κινηθεί με κλειστά τα μάτια χωρίς να κουτουλήσει πουθενά.
Οι μελανιές είναι ο πόνος του σώματος που ακόμα θυμάται…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...