Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Ψαρεύοντας φως

Μιλώντας με ποσοστά, πόσα παιδιά της δημόσιας εκπαίδευσης μπορούν να πουν ότι έχουν στο σχολείο τους οργανωμένη βιβλιοθήκη; Ένα χώρο στον οποίο μπορούν να επεκτείνουν τις γνώσεις τους πέρα από το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο; Ένα χώρο που θα οξύνει τη φυσική τους περιέργεια; Ένα χώρο που θα τους εξοικειώσει με τη χαρά της ανάγνωσης και, πάρα πέρα, με τη γοητεία της αναζήτησης της γνώσης;
Μιλώντας με ποσοστά, πόσοι εκπαιδευτικοί έχουν εύκολη πρόσβαση σε μια ενημερωμένη βιβλιοθήκη που θα τους ενισχύσει στο έργο τους; Ένα χώρο στον οποίο μπορούν να συγκεντρώσουν το απαραίτητο γνωστικό υλικό για να ετοιμάσουν το καθημερινό τους μάθημα; Ένα χώρο στον οποίο μπορούν να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους να διευρύνουν τις επαγγελματικές τους δεξιότητες χωρίς να υφίστανται μια σημαντική ετήσια οικονομική αφαίμαξη;
Μιλώντας με ποσοστά, πόσοι κάτοικοι, ημεδαποί και αλλοδαποί, στα ελληνικά μεγάλα αστικά κέντρα έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται σε σταθερή βάση μια δημόσια ή δημοτική βιβλιοθήκη; Ένα χώρο που να μετατρέπεται σε ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο της γνώσης και της τέχνης, της κοινωνίας και —γιατί όχι;— της οικονομίας; Ένα χώρο που να τους παρέχει τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα πληροφόρησης και ενημέρωσης;
Τέτοιοι χώροι στην πατρίδα μας σπανίζουν. Σπανίζουν τόσο ώστε από τη μια να τους μετράμε στα δάχτυλα και από την άλλη να θεωρούνται γραφικοί όσοι τους ζητάνε. Και όμως! Ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε, τέτοιοι χώροι μπορούν να λειτουργήσουν σαν τις οάσεις μες στην έρημο. Όχι μόνο από την πολιτισμική πλευρά της κρίσης που περνάμε, αλλά και από την κοινωνική και, βέβαια, την οικονομική.
Όσον αφορά το πρώτο ζητούμενο, η απάντηση είναι εύκολη. Προαγωγή του πολιτισμού χωρίς την προαγωγή της γνώσης δεν μπορεί εύκολα να νοηθεί. Σε σχέση με το δεύτερο αιτούμενο, ο ρόλος της βιβλιοθήκης δεν είναι οφθαλμοφανής, αλλά ούτε και αδιανόητος. Σ’ ένα χώρο στον οποίο προσέρχονται άνθρωποι διαφόρων προελεύσεων, ποικίλων αναγκών και διαφορετικών αναζητήσεων, αλλά με κοινό παρονομαστή την επιδίωξη της γνώσης και της πληροφορίας, δεν μπορεί παρά να δημιουργείται ένα κλίμα «κοινότητας», αίσθησης δηλαδή της ένταξης σε μια ομάδα με κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ένα κλίμα ισοτιμίας, επικοινωνίας, ανθρώπινης επαφής.
Για το οικονομικό όφελος που προκύπτει από μια δημοτική ή δημόσια βιβλιοθήκη, οι περισσότεροι θα σκεφτούν την εξοικονόμηση πόρων που μπορεί να προσφέρει όσον αφορά την αγορά των βιβλίων και των υπολοίπων μέσων πρόσβασης στην πληροφορία. Γι’ αυτό και οι πολέμιοι μιας τέτοιας ιδέας προβάλλουν εύκολα το αντεπιχείρημα του μεγάλου κόστους που επιβαρύνει τον δημόσιο ή δημοτικό προϋπολογισμό μια τέτοια επιλογή, ιδιαίτερα σε μια εποχή αντιπνευματική, δηλαδή με πολύ συρρικνωμένη την ομάδα-στόχο που θα εξυπηρετούσε. Φαύλος κύκλος! Η ύπαρξη πολλών βιβλιοθηκών και ο «αποχαρακτηρισμός» τους από την ταμπέλα «στέκι για ψώνια» διευρύνουν τον αριθμό των αναγνωστών. Μια δραστήρια λειτουργία των βιβλιοθηκών αυτών και το άνοιγμά τους στο ευρύ κοινό, αλλά και στη γειτονιά πολλαπλασιάζει τους αναγνώστες. Οπότε η ομάδα-στόχος αποκτά ένα μέγεθος που καθιστά πολύ πιο συμφέρουσα οικονομικά την ύπαρξη βιβλιοθηκών. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και πόσα κοινωνικά προβλήματα, της νεολαίας αλλά και των μεγαλύτερων ηλικιών, —τόσο επιβαρυντικά για την οικονομία του συνόλου— μπορούν να αποφευχθούν από την επιτυχημένη λειτουργία τους, τότε αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η σαθρότητα των θέσεων όσων αδιαφορούν για το ζήτημα.
Τις πρόχειρες αυτές σκέψεις προκάλεσε ένα δημοσίευμα που ψάρεψα, σχεδόν σαν μακρινό αστεράκι σε συννεφιασμένο ουρανό, για τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας και τη βράβευσή της από το «Bill & Melinda Gates foundation» με το βραβείο «Πρόσβασης στη Μάθηση»! Δεν άκουσα τίποτε σχετικό στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων αλλά, θα μου πείτε, τέτοιες ειδήσεις δεν πουλάνε ούτε και σε κενό ειδήσεων μέσα στο κατακαλόκαιρο, όπου όλοι —πολιτικοί και λαός— λείπουν για τα μπάνια τους. Εδώ τη βράβευση της Δημουλά από την Ευρωπαϊκή Ένωση ξέχασαν! Με μια βιβλιοθήκη επαρχιακής πόλης θα ασχοληθούν;
Για ρίξτε μια ματιά στο βιντεάκι που ακολουθεί. Η γνώση της αγγλικής δεν είναι απαραίτητη. Οι εικόνες λένε πολλά!


Πάντως, ζήλεψα τους κατοίκους της Βέροιας! Μήπως να σκεφτόμουν μια μετακόμιση προς τα εκεί; Εξάλλου η βραβευμένη βιβλιοθήκη τους δεν εξυπηρετεί μόνο την πόλη τους αλλά και τις γύρω περιοχές —ακόμη και τις αγροτικές!— με κινητές μονάδες, όχι μόνο βιβλίων αλλά και πρόσβασης στο διαδίκτυο!

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Παραμυθάδες, παραμύθια και παραμυθίες

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, πολύ λίγοι, που έχουν ένα σπάνιο, περιφρονημένο στην εποχή μας, αλλά ανεκτίμητο χάρισμα. Αυτό του «παραμυθά». Ξεκινώντας από την πρώτη σημασία του όρου (αυτός που λέει παραμύθια), κρατάμε συνήθως τη μεταφορική χρήση του (αυτός που λέει ψέματα) και ξεχνάμε τη δεύτερη έννοια του όρου: αυτός που ξέρει να αφηγείται (ή και να συνθέτει) με ωραίο τρόπο μια ιστορία. Την αξία των χαρισματικών αυτών ατόμων αναγνώριζαν οι άνθρωποι κάποτε, ιδιαίτερα εδώ στην Ανατολή, είτε ήταν ανώνυμοι είτε επώνυμοι. Ο Όμηρος και η Σεχραζάτ υπήρξαν δείγματα αυτής της εκτίμησης.
Αυτό που χαρακτηρίζει την αφήγηση ενός καλού παραμυθά (μετά τις πρώτες διευκρινίσεις, τα εισαγωγικά είναι περιττά) είναι ο θαυμαστός τρόπος με τον οποίο αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον και την προσοχή των ακροατών του. Σε μια εποχή, βέβαια, όπου η κυριαρχία της εικόνας είναι δεδομένη, είναι δύσκολο πια να βρεθεί ο αφηγητής που θα μας κάνει να ακροαστούμε την ιστορία του. Προτιμούμε δυστυχώς να κοιτάζουμε, παρά να δημιουργούμε με τη φαντασία μας! Ωστόσο τους καλούς παραμυθάδες τους διακρίνει άλλο ένα, καθοριστικό, στοιχείο: η αφήγησή τους θέτει σε κίνηση τη σκέψη των ακροατών τους. Τους οδηγεί στο στοχασμό και, γι’ αυτό, στην παραμυθία. Τους οδηγεί στη γνώση που κατακτιέται προσωπικά και, γι’ αυτό, στη γαλήνη που φέρνουν οι απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Μια τέτοια αφήγηση μου πρόσφερε ως δώρο πριν από μερικές μέρες ένας ανώνυμος επισκέπτης παραπέμποντάς με στο βίντεο που ακολουθεί. Παρόλο που οι φιλοσοφικές —ας τις πούμε έτσι— απόψεις μου διαφοροποιούνται, ομολογώ με κάθε ειλικρίνεια ότι το περιεχόμενο της αφήγησης (όπως και το υποκείμενό της, άλλωστε, η πρόωρα χαμένη τραγουδοποιός Lhasa de Sela!) με απασχολούν από τη στιγμή που την ακροάστηκα. Και ευχαριστώ θερμά, και πάλι, τον ανώνυμο φίλο για την παραμυθία που τόσο γενναιόδωρα μου χάρισε!
Σημείωση: Για όσους η αγγλική γλώσσα ή η ακουστική του βίντεο δημιουργούν δυσκολίες, ακολουθεί μια προσπάθεια απόδοσης των όσων λέγονται σ’ αυτό.
«Θα σας πω μια ιστορία που μου είπε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου είναι ένας εξαιρετικός παραμυθάς και δεν λέει μόνο ιστορίες που έχετε ακούσει• λέει και ιστορίες για πράγματα που αυτός σκέφτεται για πολλά πολλά χρόνια. Αυτό λοιπόν που είπε είναι το εξής:
Όταν γίνεται η σύλληψή μας, εμφανιζόμαστε μέσα στη μήτρα της μητέρας μας. Μοιάζουμε σαν ένα μικρό, απειροελάχιστο φως που απλώς εμφανίζεται μες στη μέση αυτού του σκοτεινού χώρου, που τον νιώθουμε σαν μια ατέλειωτη νύχτα. Υπάρχει μόνο ησυχία και σκοτάδι και ο χρόνος δεν υφίσταται εκεί. Νιώθουμε σαν να βρισκόμαστε εκεί 1000 χρόνια.
Αλλά σιγά-σιγά μεγαλώνουμε. Και, καθώς μεγαλώνουμε, αρχίζουμε λίγο-λίγο ν’ αποκτούμε αισθήσεις. Αρχίζουμε να μπορούμε, ας πούμε, ν’ αγγίζουμε τους τοίχους αυτού του μέρους στο οποίο βρεθήκαμε. Αργά-αργά αρχίζουμε να ακούμε ήχους και να νιώθουμε τραντάγματα και δονήσεις που έρχονται απ’ έξω και από το σώμα της μητέρας μας, που κινείται, περπατάει, τρέχει και μιλάει. Μπορούμε σιγά-σιγά ν’ ακούμε τη φωνή της. Και συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε, να μεγαλώνουμε… Τελικά, αυτός ο χώρος, μέσα στον οποίο βρισκόμαστε και που στην αρχή φαινόταν απέραντος, γίνεται όλο και πιο άβολος. Και σύντομα πρέπει να γεννηθούμε.
Ο πατέρας μου λέει ότι η στιγμή της γέννησής μας… Λέει πως θυμάται τη στιγμή που γεννήθηκε κι εγώ τον πιστεύω! Λέει ότι η στιγμή της γέννησής μας είναι τόσο βίαιη και χαοτική, που όλοι μας εκείνη τη στιγμή σκεφτόμαστε “Πεθαίνω! Αυτό είναι το τέλος της ζωής μου!”.
Και μετά —τι μεγάλη έκπληξη!—, μετά βγαίνουμε έξω και είναι μόνο η αρχή. Και στην αρχή είμαστε πολύ μικροί κι ο κόσμος φαίνεται απέραντος. Και σιγά-σιγά μαθαίνουμε πώς να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας. Μαθαίνουμε πώς ν’ αγγίζουμε όσα μας περιβάλλουν και τους τοίχους του νέου μας σπιτιού. Και πώς να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας, πώς να χρησιμοποιούμε τα μάτια και τ’ αφτιά μας, τη γεύση και την αφή μας…
Μετά, καμιά φορά, ανάμεικτα με όλα τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις και τους ήχους αυτής της ζωής… καμιά φορά, ακούμε ήχους και νιώθουμε τραντάγματα που έρχονται από κάπου έξω από αυτή τη ζωή. Και αυτό το άλλο “έξω” βρίσκεται μόλις από την άλλη πλευρά αυτού του πολύ λεπτού τοίχου, που είναι σχεδόν διάφανος και οι ήχοι μπορούν να τον διαπεράσουν. Ξέρω ότι στη διάρκεια της ζωής μας ακούμε πράγματα χωρίς να…, σχεδόν σαν ανάμνηση, μια υπενθύμιση για κάτι…
Και μετά, τελικά, αυτό το σώμα νιώθει και αυτό πολύ άβολα. Και μετά πρέπει να πεθάνουμε. Και τότε σκεφτόμαστε πάλι “Αυτό είναι! Αυτό είναι το τέλος. Το τέλος μου!”
Αλλά ο πατέρας μου λέει πως είναι μόνο η στιγμή που περνάμε μέσα από τον πολύ λεπτό, διάφανο τοίχο. Κάτι που έχουμε ξανακάνει. Και πάμε να ζήσουμε κάτι άλλο.
Λέει, ακόμα, ότι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο, όταν είμαστε στην κοιλιά της μητέρας μας, αναπτύσσουμε όργανα και κάθε είδους απίστευτους και θαυμαστούς μηχανισμούς, που δεν μπορούμε καθόλου να χρησιμοποιήσουμε στο χώρο μέσα στον οποίο βρισκόμαστε εκείνο τον καιρό —είναι εντελώς άχρηστα, είναι γι’ αργότερα… Κι ο πατέρας μου λέει ότι με τον ίδιο τρόπο, στη διάρκεια αυτής της ζωής, αναπτύσσουμε επίσης όργανα, που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ή τα χρησιμοποιούμε λίγο. Μας κάνουν να νιώθουμε αδέξιοι. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτά. Αλλά είναι για…, είναι γι’ αργότερα…»

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Στερήσεις

Η πόρτα του θαλάμου ανοίγει σιγανά κι ένας άντρας, στα ογδόντα και κάτι, εμφανίζεται με διστακτικό βλέμμα. Ο κατά δύο χρόνια μικρότερος αδελφός του τον αναγνωρίζει από το κρεβάτι του πόνου. Κλείνει το μάτι στην κόρη του και γυρίζει προς τον νεοφερμένο επισκέπτη:
— Πάλι τη φάτσα σου θα βλέπω;
— Πάψε εσύ! Σιγά μην ήρθα για την αφεντιά σου! Έφερα δυο γλυκά στην ανιψιά μου που γιορτάζει. Και να μην ανακατεύεσαι, μικρέ, εκεί που δε σε σπέρνουν!
Ο ασθενής χαμογελώντας με τα οικεία κωδικοποιημένα πειράγματα ξαναβυθίζεται στο λήθαργό του. Η κόρη του κοιτάει το θείο της κι εκείνος με νοήματα τη στέλνει για ένα σύντομο διάλειμμα καφέ και τσιγάρου.
Όταν εκείνη πείθεται και φεύγει, τραβάει την καρέκλα κολλητά στο κρεβάτι του αδελφού του. Κάθεται εκεί, του πιάνει το χέρι και δεν το αφήνει παρά για να φτιάξει, τάχα μου, κάθε τόσο ένα ανυπότακτο τσουλούφι από τα μαλλιά του αρρώστου. Πιο πολύ το κάνει για να μπορέσει κλεφτά να του χαϊδέψει το μέτωπο. Κι εκείνος, σαν να το καταλαβαίνει, χαλαρώνει το συσπασμένο του πρόσωπο.
Μερικές ώρες αργότερα ανοίγει ξανά τα μάτια και το πρόσωπό του φωτίζεται στη θέα του γιου του. Εκείνος παίρνει το δίσκο με το φαγητό από τα χέρια της αδελφής του και αρχίζει με υπομονή και έγνοια, που κρύβει πίσω από άσχετα σχόλια για το χτεσινό παιχνίδι του Μουντιάλ, να τον ταΐζει. Ο άρρωστος ξεχνιέται και δέχεται μερικές μπουκιές, αλλά μετά από λίγο δηλώνει ότι δεν μπορεί να φάει άλλο. Ο γιος του ακουμπάει το πιρούνι κι αρχίζει να του διηγείται, πιο γλαφυρά απ’ ό,τι συνηθίζει, τα κατορθώματα των εγγονών του. Ο πατέρας του διασκεδάζει και δεν φέρνει αντίρρηση σε μερικές μπουκιές ακόμα. Τελικά ο γιος, όταν κρίνει ότι δεν μπορεί να τον ξεγελάσει άλλο, του δίνει προσεκτικά λίγο νερό και του σκουπίζει το πρόσωπο με επιμέλεια που δύσκολα κρύβει την τρυφερότητα ενός καμουφλαρισμένου χαδιού.
Πόσα χάδια στερήθηκαν αυτοί οι άντρες στην ώριμη ζωή τους; Χάδια που φοβήθηκαν να δεχθούν και χάδια που ντράπηκαν να δώσουν. Η αντίληψή τους για την αντρική ιδιότητα λογόκρινε αυτό που η κοινωνία ονομάζει διαχύσεις και δεν είναι παρά το άπλωμα της ψυχής προς τα έξω, προς τα αγαπημένα πρόσωπα. Πόσο υποχρεώθηκαν να κουτσουρέψουν το συναισθηματισμό τους;
Τα κοινωνικά στερεότυπα βλάπτουν και τους άντρες!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...