Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Πρέβεζα του 2010

Είναι ωραία γυναίκα. Η ηλικία της, λίγο πάνω από τα τριανταπέντε, οπωσδήποτε κάτω από τα σαράντα, της επιτρέπει ακόμα το μακρύ μαλλί σε μαλακές σπαστές μπούκλες με λίγες ανταύγειες να φωτίζουν το καστανό χρώμα. Με λίγα προσεγμένα κοσμήματα τονίζει την απλότητα στο στενό μαύρο φόρεμα, που αφήνει ελεύθερα τα μπράτσα και τα πόδια της να δείξουν το ήδη μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα της. Κάθεται σταυροπόδι χαμογελώντας ανάμεσα στους συναδέλφους της που σχολιάζουν με κέφι ο καθένας το Σαββατοκύριακό του. Οι περισσότεροι από αυτούς φοράνε την άσπρη μπλούζα της ιδιότητάς τους ξεκούμπωτη λόγω της ζέστης. Μερικοί είναι ακόμα με το τζιν και το μπλουζάκι, ίσως και την αρμύρα, της διήμερης απόδρασής τους που την παρέτειναν μέχρι το πρωινό της Δευτέρας.
Κανένας δεν μοιάζει να ενοχλείται από το ότι ο μικρός χώρος μόλις που τους χωράει. Είναι ένα μικρό δωμάτιο που αρχικό προορισμό είχε να μπορεί ο κάθε γιατρός στο διάλειμμά του να πιει ήσυχος έναν καφέ ή ένα αναψυκτικό και κατέληξε να είναι το μόνιμο εντευκτήριο της ιατρικής παρέας του ορόφου, και όχι μόνο. Ένα δωματιάκι παράμερο, κρυμμένο από τα μάτια των πολιτών, ασθενών ή συγγενών τους, που απευθύνονται στο ΙΚΑ αυτής της πυκνοκατοικημένης περιοχής της πρωτεύουσας.
Έξω, στη μεγάλη κοινή αίθουσα αναμονής αλλά και στους μικρούς χώρους που σχηματίζει η δαιδαλώδης διαρρύθμιση μπροστά από την πόρτα του κάθε επιμέρους ιατρείου, ο κόσμος που περιμένει να εξυπηρετηθεί είναι πολύς. Οι πιο ηλικιωμένοι υπομένουν την πολύωρη αναμονή με τη στωικότητα, που τους επέβαλε η πολύχρονη εμπειρία τους από τις δημόσιες υπηρεσίες, ή με τη γκρίνια, που οι αδαείς αποδίδουν στην ηλικία τους, αλλά που στην πραγματικότητα είναι ο ξεθυμασμένος απόηχος μιας συμπεριφοράς που κάποτε ήξερε να διεκδικεί δικαιώματα. Οι νεότεροι αδημονούν και κοιτούν κάθε τόσο το ρολόι τους, θαρρείς και η συχνότητα αυτών των βλεμμάτων θα φέρει πιο γρήγορα το άνοιγμα της πόρτας του γιατρού που περιμένουν.
Η ωραία πνευμονολόγος άκουσε εκνευρισμένη για τρίτη φορά το όνομά της από μια άγνωστη επίμονη φωνή. Σηκώθηκε αργά, έστρωσε με μια μηχανική κίνηση το φόρεμά της στους γοφούς, έσβησε πριν την ώρα του το τέταρτο τσιγάρο της και βγήκε με απειλητικά αργό βήμα.
— Τι θέλετε, κυρία μου; Τι ώρα έχετε ραντεβού;
— Ο ελεγκτής του πέμπτου ορόφου με έστειλε σε σας για ένα χαρτί.
— Να κλείσετε ραντεβού!
— Μα, ο ελεγκτής με έστειλε…
— Να κλείσετε ραντεβού!
— Μα…
— Να κλείσετε ραντεβού! Υπάρχουν ακόμα ελεύθερα ραντεβού για σήμερα!
Με παγωμένο βλέμμα έκανε μεταβολή και επέστρεψε στην παρέα της ικανοποιημένη που επέβαλε την τάξη, ικανοποιημένη που όρθωσε το επιστημονικό της ανάστημα στον προϊστάμενό της ελεγκτή, ικανοποιημένη από τη στιγμιαία αίσθηση ισχύος.
Τρία τέταρτα αργότερα επέστρεψε στο ιατρείο της, συμπλήρωσε σε δυο λεπτά το χαρτί που της ζητούσε πριν η μεσήλικη γυναίκα και αφιέρωσε άλλο ένα πεντάλεπτο για να την επιπλήξει αυστηρά που επιχείρησε να παρακάμψει τις διαδικασίες της υπηρεσίας.
Η άλλη γυναίκα, με τη σκέψη στον κατάκοιτο ετοιμοθάνατο πατέρα της, ευχαρίστησε και προχώρησε στον επόμενο γιατρό, στον οποίο επίσης την είχε παραπέμψει ο ελεγκτής. Αυτός βρισκόταν σε άλλο όροφο και φαίνεται ότι εκεί δεν υπήρχε ιατρικό «εντευκτήριο», γιατί δεν χρειάστηκε να περιμένει πάνω από ένα τέταρτο. Όταν όμως αντίκρισε το άδειο βλέμμα του, καθώς του άπλωνε τα απαραίτητα έγγραφα, τρόμαξε.
Σχεδόν σε παραίσθηση, είδε να αναβοσβήνουν πάνω από το κεφάλι του σαν χαλασμένο νέον κάτι πράσινα φωτεινά γράμματα. Συλλάβισε:
Π Ρ Ε Β Ε Ζ Α
Καρυωτάκης, σκέφτηκε θολωμένη. Μάζεψε τα σφραγισμένα επιτέλους έγγραφα και έφυγε με την ψυχή στο στόμα.
Δυο τρεις εβδομάδες αργότερα, παγωμένη ακόμα από το αναπότρεπτο, σκεφτόταν:
— Δημόσιος υπάλληλος είσαι κι εσύ!

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Πώς;

Όταν ο χρόνος ακινητοποιείται… Όταν η στιγμή παγώνει μες στο κατακαλόκαιρο και συμπυκνώνει μια ζωή, δυο ζωές, τέσσερις ζωές, άπειρες ζωές, που πλούτισε με το άγγιγμά της η ύπαρξη και ματώνει η απουσία… Όταν η μαύρη τρύπα του είναι ρουφάει αδυσώπητα το πριν και στρεβλώνει το μετά… Όταν το κενό στο χώρο γίνεται χειροπιαστά πηχτό γδέρνοντας όλες τις αισθήσεις… Όταν το μυαλό παραιτείται και αφήνεται να γλιστρήσει σ’ ένα χωροχρόνο αλλοτινό κι αγαπημένο… Όταν το ψύχος σφετερίζεται το θρόνο της ψυχής, ενώ ο ήλιος καίει τη φύση, και η αρμύρα στα μάγουλα δεν είναι θαλασσινή…
Πώς;
Πώς επιστρέφεις; Πώς ανοίγεις πάλι τα μάτια; Πώς ξαναβάζεις το ένα πόδι μπροστά στο άλλο; Πώς μαθαίνεις από την αρχή να αρθρώνεις λέξεις στη νέα γλώσσα του χωρίς;
Ακουμπάς στην ευγένεια και τη διακριτικότητα που σε δίδαξε. Στηρίζεσαι στη δικαιοσύνη και την έγνοια του για τους ανθρώπους πάνω στις οποίες δόμησε τη ζωή του. Χαϊδεύεις τρυφερά το ρομαντισμό του και κρατάς σφιχτά την εμπιστοσύνη του ρεαλισμού του. Διδάσκεσαι από την κοινωνικότητά του και σέβεσαι την πάντα μετρημένη εκδήλωση των συναισθημάτων του. Αρπάζεσαι από το χιούμορ του και προσπαθείς, προπάντων, ν’ ανακαλύψεις τη μυστική πηγή απ’ όπου αντλούσε την αδιαπραγμάτευτη κατάφασή του στη ζωή, που κάθε άλλο παρά εύκολη του στάθηκε.
Αποδέχεσαι την πίκρα ότι δεν του τα είπες όλα αυτά έγκαιρα και κρατάς σα φυλαχτό την αμυδρή ελπίδα ότι το χαμόγελό του στο τελευταίο κλεφτό φιλί που σε άφησε να του δώσεις σήμαινε την αποδοχή της αγάπης σου.
Ναι! Ο πατέρας μας ήταν πλούσιος!
Γιατί πρόσφερε πάρα πολλά σε πολλούς και δεν ζήτησε από κανέναν τίποτε…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...