Μπορούμε να φανταστούμε μια κοινωνία να παρακολουθεί με πάθος ένα reality show; Εύκολα. Μπορούμε να φανταστούμε μια κοινωνία παθιασμένα να παρακολουθεί έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό με υψηλό χρηματικό έπαθλο; Πολύ εύκολα, επίσης. Μπορούμε να φανταστούμε έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό όπου οι κριτές και το τηλεοπτικό κοινό, μέσω SMS, κρίνουν τους διαγωνιζόμενους; Παιδαριώδης η ερώτηση. Μπορούμε να φανταστούμε μια τέτοια διαδικασία, όπου οι διαγωνιζόμενοι είναι ποιητές; Ορίστε; Κάποια, ψιθυριστή έστω, απάντηση;
Κι όμως συμβαίνει! Συμβαίνει στην κρατική τηλεόραση του Αμπού Ντάμπι εδώ και τέσσερα χρόνια, σε μια δημοφιλέστατη εκπομπή διαγωνισμού ποίησης, που προσελκύει μεγάλους δημιουργούς ως κριτές και αναδεικνύει ποιητικά αριστουργήματα στη βεδουίνικη διάλεκτο. Γιατί απλούστατα οι Άραβες λατρεύουν τους ποιητές.
Η είδηση όμως έχει και συνέχεια, ακόμη πιο απροσδόκητη για πολλούς. Στον τελικό γύρο, που διεξάγεται πιθανόν και σήμερα, έφτασε μια γυναίκα από τη Σαουδική Αραβία, πρώην δημοσιογράφος και μητέρα τεσσάρων παιδιών, η Hissa Hilal. Ντυμένη με τη μαύρη νικάμπ, που αφήνει μόνο τα μάτια της να διακρίνονται, απήγγειλε μπροστά στο μικρόφωνο στίχους που επιτίθενται στους σκοταδιστές ιερωμένους. Στίχους που επαινέθηκαν από τους κριτές, χειροκροτήθηκαν με ενθουσιασμό από το (αποκλειστικά ανδρικό) ακροατήριο και ενισχύθηκαν με χιλιάδες τηλεφωνικά μηνύματα-ψήφους από το τηλεοπτικό κοινό.
«Έχω δει το κακό στα μάτια των φετβάδων, σε μια εποχή που το νόμιμο έχει διαστρεβλωθεί σε απαγορευμένο» λέει στο 15στιχο έργο της «Το Χάος των Φετβάδων» και συνεχίζει για τους ιερωμένους, που γνωμοδοτούν [φετβάς= γνωμοδότηση του μουφτή για ζήτημα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου], ότι είναι «φαύλοι στη φωνή, βάρβαροι, οργισμένοι και τυφλοί, που φοράνε το θάνατο μανδύα δεμένο με ζώνη». Εύκολα γίνεται ο συνειρμός και για τους τρομοκράτες καμικάζι.
Τέτοιοι στίχοι όμως δεν έφεραν μόνο επιβράβευση. Προκάλεσαν και πολλές απειλές θανάτου.
«Ασφαλώς, ο άντρας μου, η οικογένειά μου κι εγώ φοβόμαστε» ομολογεί, αλλά ήθελε με τους στίχους της ν’ αγωνιστεί εναντίον του εξτρεμισμού κι αυτός ο τηλεοπτικός διαγωνισμός της έδωσε την ευκαιρία ν’ απευθυνθεί σε ευρύτατο κοινό.
«Όταν επισκέφτηκα κάποιες ανοιχτές (μουσουλμανικές) χώρες, παρατήρησα ότι οι δυτικοί με κοιτούσαν με υποψία επειδή φορούσα τη νικάμπ, αλλά δεν θα έκαναν το ίδιο όταν βλέπουν έναν Σιχ να φοράει το τουρμπάνι του. Ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό το καχύποπτο βλέμμα; Ποιος το προκάλεσε; Ήταν αυτό το είδος των ανθρώπων —οι εξτρεμιστές— που μας έβγαλαν κακό όνομα. Οι μουσουλμάνοι, αντί να γίνονται σεβαστοί, έχουν γίνει πηγή φόβου και υποψίας εξαιτίας τέτοιων ανθρώπων» δήλωσε.
Η ίδια πάντως λέει ότι φοράει το παραδοσιακό μουσουλμανικό ένδυμα για το καλό του άντρα της και της οικογένειάς της. Ξέρω ότι το θέαμα μιας γυναίκας καλυμμένης από την κορφή ως τα νύχια ξενίζει έως και φοβίζει το βλέμμα των δυτικών. Νιώθει κανείς ένα σφίξιμο, ακόμα κι αν έχει ζήσει, όπως εγώ, σε μουσουλμανική κοινωνία —σαφώς πιο ανοιχτή και, εκείνα τα χρόνια, πολύ πιο ανεκτική. Όμως, όταν συγκρίνουμε πολιτισμούς, καλό είναι να μη βλέπουμε μόνο τη νικάμπ, αλλά ν’ αφουγκραζόμαστε και τη φωνή πίσω απ’ αυτήν.
Από την είδηση εγώ κρατάω τη γυναίκα που αγωνίζεται και την ποίηση που αναγνωρίζεται.
Ρίξτε μια ματιά κι εδώ: Απονομή δικαιοσύνης, Σωφρονισμός και σωφροσύνη