Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Το μαύρο δεν είναι πάντα μαύρο


Μπορούμε να φανταστούμε μια κοινωνία να παρακολουθεί με πάθος ένα reality show; Εύκολα. Μπορούμε να φανταστούμε μια κοινωνία παθιασμένα να παρακολουθεί έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό με υψηλό χρηματικό έπαθλο; Πολύ εύκολα, επίσης. Μπορούμε να φανταστούμε έναν τηλεοπτικό διαγωνισμό όπου οι κριτές και το τηλεοπτικό κοινό, μέσω SMS, κρίνουν τους διαγωνιζόμενους; Παιδαριώδης η ερώτηση. Μπορούμε να φανταστούμε μια τέτοια διαδικασία, όπου οι διαγωνιζόμενοι είναι ποιητές; Ορίστε; Κάποια, ψιθυριστή έστω, απάντηση;
Κι όμως συμβαίνει! Συμβαίνει στην κρατική τηλεόραση του Αμπού Ντάμπι εδώ και τέσσερα χρόνια, σε μια δημοφιλέστατη εκπομπή διαγωνισμού ποίησης, που προσελκύει μεγάλους δημιουργούς ως κριτές και αναδεικνύει ποιητικά αριστουργήματα στη βεδουίνικη διάλεκτο. Γιατί απλούστατα οι Άραβες λατρεύουν τους ποιητές.
Η είδηση όμως έχει και συνέχεια, ακόμη πιο απροσδόκητη για πολλούς. Στον τελικό γύρο, που διεξάγεται πιθανόν και σήμερα, έφτασε μια γυναίκα από τη Σαουδική Αραβία, πρώην δημοσιογράφος και μητέρα τεσσάρων παιδιών, η Hissa Hilal. Ντυμένη με τη μαύρη νικάμπ, που αφήνει μόνο τα μάτια της να διακρίνονται, απήγγειλε μπροστά στο μικρόφωνο στίχους που επιτίθενται στους σκοταδιστές ιερωμένους. Στίχους που επαινέθηκαν από τους κριτές, χειροκροτήθηκαν με ενθουσιασμό από το (αποκλειστικά ανδρικό) ακροατήριο και ενισχύθηκαν με χιλιάδες τηλεφωνικά μηνύματα-ψήφους από το τηλεοπτικό κοινό.
«Έχω δει το κακό στα μάτια των φετβάδων, σε μια εποχή που το νόμιμο έχει διαστρεβλωθεί σε απαγορευμένο» λέει στο 15στιχο έργο της «Το Χάος των Φετβάδων» και συνεχίζει για τους ιερωμένους, που γνωμοδοτούν [φετβάς= γνωμοδότηση του μουφτή για ζήτημα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου], ότι είναι «φαύλοι στη φωνή, βάρβαροι, οργισμένοι και τυφλοί, που φοράνε το θάνατο μανδύα δεμένο με ζώνη». Εύκολα γίνεται ο συνειρμός και για τους τρομοκράτες καμικάζι.
Τέτοιοι στίχοι όμως δεν έφεραν μόνο επιβράβευση. Προκάλεσαν και πολλές απειλές θανάτου.
«Ασφαλώς, ο άντρας μου, η οικογένειά μου κι εγώ φοβόμαστε» ομολογεί, αλλά ήθελε με τους στίχους της ν’ αγωνιστεί εναντίον του εξτρεμισμού κι αυτός ο τηλεοπτικός διαγωνισμός της έδωσε την ευκαιρία ν’ απευθυνθεί σε ευρύτατο κοινό.
«Όταν επισκέφτηκα κάποιες ανοιχτές (μουσουλμανικές) χώρες, παρατήρησα ότι οι δυτικοί με κοιτούσαν με υποψία επειδή φορούσα τη νικάμπ, αλλά δεν θα έκαναν το ίδιο όταν βλέπουν έναν Σιχ να φοράει το τουρμπάνι του. Ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό το καχύποπτο βλέμμα; Ποιος το προκάλεσε; Ήταν αυτό το είδος των ανθρώπων —οι εξτρεμιστές— που μας έβγαλαν κακό όνομα. Οι μουσουλμάνοι, αντί να γίνονται σεβαστοί, έχουν γίνει πηγή φόβου και υποψίας εξαιτίας τέτοιων ανθρώπων» δήλωσε.
Η ίδια πάντως λέει ότι φοράει το παραδοσιακό μουσουλμανικό ένδυμα για το καλό του άντρα της και της οικογένειάς της. Ξέρω ότι το θέαμα μιας γυναίκας καλυμμένης από την κορφή ως τα νύχια ξενίζει έως και φοβίζει το βλέμμα των δυτικών. Νιώθει κανείς ένα σφίξιμο, ακόμα κι αν έχει ζήσει, όπως εγώ, σε μουσουλμανική κοινωνία —σαφώς πιο ανοιχτή και, εκείνα τα χρόνια, πολύ πιο ανεκτική. Όμως, όταν συγκρίνουμε πολιτισμούς, καλό είναι να μη βλέπουμε μόνο τη νικάμπ, αλλά ν’ αφουγκραζόμαστε και τη φωνή πίσω απ’ αυτήν.
Από την είδηση εγώ κρατάω τη γυναίκα που αγωνίζεται και την ποίηση που αναγνωρίζεται.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Μετά το θυμό, η θλίψη

Μετά το χθεσινό θυμωμένο ξέσπασμα γύρεψα τον ήχο της θλίψης μου. Μόνο που οι νότες του με θόλωναν ήδη με τα δάκρυά τους. Απόψε τον αναγνώρισα πια:
Προτίμησα αυτή την εκτέλεση, γιατί ψιθύριζε πιο τρυφερά αυτό που ένιωθα.
Κάποιοι άλλοι ίσως προτιμήσουν τη γνησιότητα της Δόμνας Σαμίου ή τη συνέπεια της Μαρίζας Κωχ ή την ιδιαιτερότητα της Ελένης Τσαλιγοπούλου ή τη διεθνή Athena Andreadis. Γούστα είναι αυτά.

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

"Σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο"

Άναυδη! Άφωνη! Άλαλη!
Πώς να μιλήσω; Πού να βρω λόγια για το ανείπωτο;
Πώς να μη μιλήσω; Πώς να συναινέσω με τη σιωπή μου; Γιατί να λουφάξω αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στη δικτατορία του τρόμου;
Για το θάνατο του Ανθρώπου έγραφε προχτές ο celin και προσπάθησα να συμμετάσχω σε μια θεωρητική συζήτηση που, όμως, ξεκάθαρο στόχο της έχει την πράξη στη ζωή.
Αλλά όταν θρυμματίζονται τα τζάμια της ψυχής από την έκρηξη της τυφλής βίας που διακόπτει οριστικά μιαν ανθρώπινη ανάσα έξω ακριβώς από την πόρτα σου, τότε «αγριεύεσαι» –όπως το ᾿λεγε η γιαγιά μου– περισσότερο. Και δεν είναι η «εγγύτητα» (το γνωστό αστεράκι της είδησης) που κάνει το γεγονός πιο φριχτό. Είναι το ότι η γειτονιά σου, η χώρα σου, θεωρείται ασφαλής επειδή δεν είναι τάχα μου σε εμπόλεμη κατάσταση. Χιλιάδες κατατρεγμένοι αναζητούν απελπισμένοι σ’ αυτήν καταφύγιο εγκαταλείποντας τις εστίες τους, γιατί αυτές έχουν μετατραπεί σε πολεμικές εστίες. Αχ, γλώσσα στρεβλή εσύ, πώς ευτελίζεις τις λέξεις!
«Σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο» βρέθηκε, λένε, και αυτός ο δεκαπεντάχρονος με τη μάνα και την αδελφή του. Ναι, σε λάθος τόπο! Γιατί δεν έπρεπε να ψάχνει στους κάδους των σκουπιδιών μας για την επιβίωσή του. Έπρεπε να είναι καθισμένος μπροστά σ’ ένα πιάτο φαΐ. Ναι, σε λάθος χρόνο! Γιατί δεν έπρεπε νυχτιάτικα να τριγυρνάει στους δρόμους. Έπρεπε να βρίσκεται σ’ ένα ζεστό κρεβάτι, να ονειρεύεται τη νέα του ζωή μακριά από κρότους και εκρήξεις, μακριά από παράλογα χυμένο αίμα.
«Σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο», λένε. Θαρρείς και το να βγαίνεις από το σπίτι σου, αν έχεις, και να περιμένεις ότι θα μπορέσεις να γυρίσεις σ’ αυτό είναι θέμα τύχης! Θαρρείς και το να κυκλοφορείς στη γειτονιά μας, στη χώρα μας, χωρίς να βλέπεις το ένα σου παιδί να διαμελίζεται μπροστά στα μάτια σου και το άλλο να μεταφέρεται στο νοσοκομείο είναι ζήτημα καλού ή κακού timing!
«Σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο» ακούμε και εξοργιζόμαστε και αντιδράμε και διαμαρτυρόμαστε για τη χρήση τυφλής και ανεξέλγκτης βίας από τις δυνάμεις καταστολής της εξουσίας σε βάρος πολιτών που ασκούν τα νόμιμα δικαιώματά τους.
«Σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο» θ’ ακούσουμε μήπως και τώρα από τους «λαϊκούς επαναστάτες»; Ή μήπως θα έχουν το θράσος να μιλήσουν για «παράπλευρες απώλειες»; Μέλος του λαού είμαι κι εγώ, αλλά δεν παραχωρώ σε κανέναν το δικαίωμα να διαπράττει φόνο εν ονόματί μου, ακόμα κι αν κάποιος βρεθεί «σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο»!
Φαίνεται ότι ζούμε πια «σε λάθος τόπο και σε λάθος χρόνο». Πρέπει λοιπόν κάτι να κάνουμε (προσοχή: όχι, κάτι πρέπει να γίνει), για να ξαναθυμηθούμε ότι ο άνθρωπος είναι έλλογο ον, ότι ο άνθρωπος διακρίνεται για την ανθρωπιά του.
Τα παιδιά αξίζουν ένα καλύτερο αύριο.
Ρίξτε μια ματιά κι εδώ: Στην εποχή του φόβου, New sheriff in town

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ώρες κλεμμένες, χαμένες, κερδισμένες

Αυτό το Σάββατο θα κερδίσω μια ώρα παραπάνω ύπνο, προσπάθησε να παρηγορήσει την κούρασή της. Δεν την κερδίζεις, απάντησε περιπαικτικά η γνωστή φωνούλα μέσα της. Σου τη χρωστούσανε. Ξέχασες ότι σου την έκλεψαν τον Οκτώβριο;
Μμμ… Και σ’ αυτό ακόμη το θέμα, προσπαθήσαμε να δώσουμε άλλο χρώμα: πέρασμα στη «θερινή» ή τη «χειμερινή» ώρα ονομάσαμε τις αλλαγές. Οι αγγλοσάξονες τουλάχιστον λένε τα πράγματα με το όνομά τους: «ώρα εξοικονόμησης του φωτός της ημέρας» (Daylight saving time, DST)! Ενεργειακό είναι το πρόβλημα.
Προσπάθησε να θυμηθεί πότε και πώς άρχισε αυτή η ιστορία. Άραγε την πρώτη φορά που εφαρμόστηκε είχε κερδίσει ή χάσει μια ώρα; Τι σημασία έχει όμως; Έτσι κι αλλιώς το αριθμητικό ισοζύγιο θα μετρηθεί στο τέλος!
Και το ποιοτικό επίσης! Τι τις κάνει αυτές οι ώρες; Σε τι τις μεταφράζει;
Τις κοιτάει κατάματα ή τους γυρνάει την πλάτη; Τις μοιράζεται με τους άλλους ή τις καταχωνιάζει στο προσωπικό της σεντούκι; Τις γεμίζει ή τις σπαταλάει; Τις ξεπουλάει στους άλλους ή τους βάζει τη δική της σφραγίδα; Σε ποια χνάρια τις προσανατολίζει; Σ’ αυτά που άφησαν οι ώρες (The Hours) της Virginia ή της Laura ή της Clarissa;
Οι ώρες εν τω μεταξύ περνούν βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Σε κάποιες ανταποδίδει την ειρωνεία. Σε άλλες γυρίζει αλαζονικά την πλάτη. Κάμποσες τις πιπιλάει ξανά και ξανά κι άλλες τις ξεχνάει πεταμένες από δω κι από κει. Λιγοστές τις στήνει κοχύλι στ’ αφτί της ν’ ακούει τον αχό τους. Κάποιες τις κλείνει και τις ανεβάζει στο πατάρι. Μερικές τις ξεφυλλίζει δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο. Άλλες τις χαϊδεύει τρυφερά και άλλες ορμάει οργισμένη να τις σβήσει από το καλαντάρι της…
Το σαββατόβραδο πάντως, στις 8.30΄, θα κατεβάσει το διακόπτη του ηλεκτρισμού για να χαρίσει μια ώρα, έστω, στον πλανήτη της.
Ρίξτε μια ματιά κι εδώ: Η διάρκεια του εφήμερου, Πλανήτης Γη vs Τράπεζες, Η νοσταλγία του αύριο

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Εαρινή ισημερία ἐν χορδαῖς

Σήμερα ξύπνησα ξαφνιασμένη. Σπουργίτια και χελιδόνια είχανε στήσει τρελή κουβέντα έξω από το παράθυρό μου. Βγαίνω στο πίσω μπαλκόνι με την κούπα τον καφέ στο χέρι και μυρίζω το νοτισμένο ακόμα από τη βραδινή υγρασία χώμα του γειτονικού οικοπέδου που μετέτρεψαν σε υπαίθριο πάρκινγκ. Ένα δέντρο απέμεινε μόνο από τον πρώην πλούσιο κήπο. Λιακάδα έξω κι ο ουρανός πεντακάθαρος υπενθυμίζει τα καθαρά, αμιγή χρώματα. Ανταποδίδω το χαμόγελο στα πετούμενα που βολτάρουν πάνω από το κεφάλι μου και μπαίνω μέσα. Δεν μπορώ να βγω στην άνοιξη σήμερα. Θα τη φέρω λοιπόν μέσα. Τη νιώθω στο δέρμα μου να πλησιάζει με βήματα σιγανά, όλο και πιο αποφασιστικά. Σαν ανάλαφρο κύμα που πλησιάζει παιχνιδιάρικα να φιλήσει την αμμουδιά. Σαν τα λουλούδια που ανθίζουν ένα ένα με τη σειρά τους θαρρείς κι ένα χέρι ανάβει τα χρώματά τους στο καντηλιέρι του λιβαδιού. Σαν μουσική που δυναμώνει αργά αλλά σταθερά, καθώς ένα ένα τα όργανα της ορχήστρας σμίγουν τους ήχους τους και μετά χωρίζονται πάλι σε ομάδες που απαντάνε η μια στην άλλη.
Πού την έχω ακούσει αυτή τη μουσική; Αυτή την ανεπαίσθητα αυξανόμενη ένταση ήχων επαναλαμβανόμενων γαλήνιας αισιοδοξίας; Αυτή τη μελωδία που ξεκινά χαμηλόφωνα και μελαγχολικά με τα έγχορδα σιγά σιγά ν’ ανεβαίνουν στην κλίμακα της διάθεσης μέχρι την εαρινή ισημερία της χαράς;
Όχι, δεν είναι η Άνοιξη από τις Τέσσερις εποχές του Antonio Vivaldi. Μμμμ ναι. Θα προτιμήσω Johann Pachelbel, Canon in D major. Έργο μπαρόκ, γραμμένο αρχικά για τρία βιολιά και basso continuo.
Θα το ακούσω πρώτα μόνο με έγχορδα. Για τη γλύκα τους.
Θα το ακούσω και από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου που τα πνευστά της στο τέλος δίνουν ένα σχεδόν επικό τόνο.
Πού ξέρει κανείς; Μπορεί στο τέλος και να ροκάρω!
Και μετά ξεκίνησα τη μέρα μου και, για να τα καταγράφω όλα αυτά, μάλλον καλά πήγε!

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Ένα σκαλί πιο κάτω ...για πλάκα!

Το θύμα της ανίας
Τον περασμένο Σεπτέμβριο μια είδηση στα ψιλά των εφημερίδων με οδήγησε σε μια ανάρτηση σ’ αυτό το ιστολόγιο. Αναφερόταν στην πυρπόληση ενός αδέσποτου σκύλου από μια παρέα εφήβων που έπλητταν στην περιοχή του Περπινιάν. Η εικόνα του θύματος ήταν φρικιαστική, όπως διαπιστώνετε και στη φωτογραφία. Το θεώρησα ως αίσχιστο ξεπεσμό του ανθρώπινου είδους και, παρ’ όλα αυτά, το σχολίασα αλληγορικά. Τώρα μετανιώνω. Τώρα επιλέγω την κυριολεξία, αν και πολύ αμφιβάλλω αν θα κατορθώσω ν’ αποδώσω την απεχθή πραγματικότητα.
Είναι κοντά ένας μήνας που κυκλοφορεί η είδηση. Δεν παρουσιάζω επομένως τίποτε φρέσκο. Περίμενα απλώς να συνέλθω από τη φρίκη και να ελέγξω κατά το δυνατόν την οργή μου, για να μπορέσω να μιλήσω. Πώς όμως ν’ αναφερθώ σε μια παρέα, Ελλήνων αυτή τη φορά, εφήβων, στη συντριπτική πλειοψηφία τους μαθητών, που για πλάκα έβαλαν φωτιά σ’ ένα ερείπιο όπου ήξεραν ότι έβρισκαν μια κάποια στέγη οικονομικοί μετανάστες στην περιοχή της Σπάρτης; Με ποιες λέξεις να περιγράψω την πράξη τους;
Πόσο νεκρωμένο από σκουπιδοπροϊόντα ήταν το μυαλό τους που να μην μπορεί να αναγνωρίσει άλλες ζωντανές (προσοχή: δεν χρησιμοποιώ καν τον όρο «ανθρώπινες») υπάρξεις; Πόσο άδεια ήταν η ψυχή τους ώστε να μην μπορεί να βλαστήσει μέσα τους καμιά οικογενειακή αρχή; Πώς μπόρεσαν να πηγαινοέρχονται τόσα χρόνια στο σχολείο και να μην αφήσει πάνω τους κανένα ίχνος έστω και μία ανθρωπιστική αξία; Πόσο χορτάτα, πόσο άεργα ήταν αυτά τα παιδιά για να πιάσουν τέτοιο πάτο;
Γονείς και δάσκαλοι, γρηγορείτε! Το αυγό του φιδιού έχει πλέον σπάσει το κέλυφός του!
Και μην ακούσω για «ακραία και μεμονωμένα περιστατικά». Θα ουρλιάξω: Αυτό που συνέβη δεν είναι ακραίο και μεμονωμένο. Είναι το πρώτο!!!
Δεν θα έχουμε καμία δικαιολογία αν επιτρέψουμε να υπάρξει δεύτερο. Γιατί τότε θ’ ανακαλύψουμε ότι τα σκαλοπάτια της καθόδου δεν έχουν τελειωμό.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Ένα διαφορετικό Στρασβούργο

Σήμερα στο Στρασβούργο πρωταγωνιστεί πάλι η Ελλάδα. Όχι δεν διεξάγεται κανένα συμβούλιο κορυφής για τα οικονομικά της χώρας μας. Όχι δεν γίνεται καμιά διεθνής συνάντηση οικονομολόγων για την κοστολόγηση της Ακρόπολης ή κάποιων ελληνικών νησιών σε περίπτωση πώλησής των. Ας σοβαρευτούμε πια. Σήμερα στο Στρασβούργο ο πολιτισμός παραμερίζει την αγορά. Σήμερα στην πρωτεύουσα της Ευρώπης η Κική Δημουλά παραλαμβάνει το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Θα την παρουσιάσει στο κοινό ο Michel Volkovitch, άξιος μεταφραστής των έργων της αλλά και αρκετών άλλων σημαντικών Ελλήνων ποιητών.
Κοντοστέκομαι προσπαθώντας να διαλέξω ένα ποίημα της Κ. Δημουλά, για να συνοδεύσω την είδηση. Έτσι κι αλλιώς, δεν χρειάζεται συστάσεις στο κοινό της ποίησης. Τώρα μάλιστα που έργα της έχουν συμπεριληφθεί στην εξεταστέα ύλη του μαθήματος της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη θεωρητική κατεύθυνση... (Για το γεγονός αυτό, ως «διδάσκουσα», θα ζητήσω κι εγώ ταπεινά συγγνώμη από την ποιήτρια).
Έλεγα όμως για την επιλογή ή, μάλλον, για τη δυσκολία επιλογής ενός ποιήματος από το σύνολο του μέχρι τώρα έργου της. Μεγάλη η δυσκολία. Όχι μόνο γιατί δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει κανείς. Όχι μόνο γιατί η υποκειμενικότητα στοιχειοθετεί καθοριστικά τον τρόπο που προσλαμβάνουμε την ποίηση. Αλλά και γιατί η υποκειμενικότητα αυτή υποτάσσεται και στις επιταγές του χρόνου, της χρονικής στιγμής.
Τέλος πάντων. Προσπάθησα να εκλογικεύσω τη διαδικασία και να βάλω κάποια κριτήρια. Δύο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία γοητείας στην ποίηση της Δημουλά: ο ριζοσπαστικός τρόπος, με τον οποίο μετατρέπει τη γλώσσα σε εργαλείο ανατροπής του σημασιολογικού κατεστημένου, και η αφόρμησή της από τα ασήμαντα και τετριμμένα καθημερινά αντικείμενα, που η πένα της τα αξιοποιεί ως μέσα αναμόχλευσης της μνήμης αυτού που δεν υπάρχει πια αλλά δηλώνει διαρκώς το «παρών» του στη συναισθηματική μας ζωή. Διάλεξα λοιπόν ένα ποίημα το οποίο, πέρα από την προσωπική συγκίνηση που μου προκαλεί το περιεχόμενό του, συνδυάζει στον τίτλο του τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά.
Ωδή σε μια επιτραπέζια λάμπα
Στη μνήμη του θείου μου
Παναγιώτη Καλαμαριώτη
Παλιά επιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη από τεχνίτη Ανατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη.
Την έφερ’ ένας θειος μου δικαστής από τη Σμύρνη
και στο φως της
δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων.

H πείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά,
στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη.
Tόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία,
βεντέτες για μια μεσοτοιχία,
για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους έντιμους βίους
κι ερωτεύτηκε ενόχους.

Καημένε θείε,
πώς τα πας μ’ αυτόν το νέο νομοθέτη
και τους νόμους του –
ύλη αδίδακτη ο θάνατος.
Της ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος.
Αλλ’ είναι η ζωή
απ’ τις χαμένες υποθέσεις,
ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς,
όπως ήσουν.

Κληρονομιά μου τώρα η λάμπα.
Δουλεμένη με φαντασία
και προπαντός με πρόβλεψη.

Tο φως της, για νά ’ρθει να σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης
του ίδιου μ' εμένανε βιβλίου
ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί,
που νικητής πάλι βγαίνει απόψε
και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω,
πηδάει μέσ’ από πλούσια φύλλα φοινικιάς.
Κι αυτό υποκινεί βλάστηση.
Κάτω απ’ τη φοινικιά
στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας.
Είχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης:
μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς,
φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται.
Η μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου.

Καλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας.
Ανατολίτη τον δείχνει η κελεμπία, το σαρίκι
και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο.
Tο χέρι του, απλωμένο σε σένα,
δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις,
αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει.
Όλ’ αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει
στην ίδια κίνηση,
όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα.
Μπορεί να είναι μουεζίνης
κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του
τι λείπει από τον έναν κόσμο.
Μπορεί να είναι επαίτης.
Ή νυχτοφύλακας
της προεκτεινόμενης πέρ’ απ’ τη λάμπα τροπικότητας.
Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά,
ασκητής,
οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο αναπάντεχο
στην προεκτεινόμενη πέρ’ απ' τη λάμπα έρημο.
Ποιος ξέρει; Κανένας περιηγητής,
που έχασε το δρόμο
αλλά και το νόημα της περιηγήσεώς του.
Και τώρα, υψώνοντας το χέρι, με ρωτάει
ποιος είν’ ο δρόμος και ποιο το νόημά του.
Eμένα ρωτάει
ποιος είν’ ο δρόμος και ποιο το νόημά του;

Νυχτοφύλακας ή επαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανός ή άπατρις,
εμένα δεν με νοιάζει.
Εγώ,
έτσι που πέρασαν τα χρόνια,
έτσι που ήρθανε τα πράγματα,
Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι,
έτσι που χάθηκαν τα χρόνια,
έτσι που στέκουνε τα πράγματα.
(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)
Μπορείτε να ακούσετε την ίδια την Κική Δημουλά ν’ απαγγέλλει ποιήματά της εδώ.

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Μια γυναίκα

 Το βαλς
Ο ιδιαίτερος δεσμός της Camille Claudel με τη γλυπτική εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, όταν ήταν ακόμη κοριτσάκι. Ο πατέρας της αναγνώρισε την κλίση της και τη διευκόλυνε με τις σπουδές της ν’ ακολουθήσει την καλλιτεχνική σταδιοδρομία της. Η μητέρα της όμως κράτησε αρνητική στάση. Για τον ποιητή αδελφό της, Paul Claudel, δεν είχε αντιρρήσεις, αφού ακολούθησε παράλληλα και διπλωματική καριέρα. Και στο κάτω κάτω ήταν άντρας αυτός.
Οι σπουδές ήταν δύσκολες σε μια εποχή και ένα χώρο ανδροκρατούμενο. Ωστόσο το ταλέντο της αναγνωρίζεται και από το δάσκαλό της στη σχολή αλλά και από τον καταξιωμένο ήδη Auguste Rodin, που θα την πάρει στο εργαστήριό του στην αρχή ως μαθητευομένη και στη συνέχεια ως συνεργάτιδα και μοντέλο. Ο ερωτικός τους δεσμός θα είναι πολύχρονος και οδυνηρός για κείνη, μια που εκείνος αρνείται να διακόψει μια άλλη παράλληλη σχέση του. Εκείνη θα βάλει τη λέξη τέλος στην ιστορία τους, επιδιώκοντας και την καλλιτεχνική της ανεξαρτησία. Τα έργα όμως και των δύο αυτής της περιόδου δείχνουν τις έντονες καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους.
Το φιλί (έργο που αποδίδεται στον Rodin, αλλά η άποψη ότι είναι κοινό δημιούργημα με την Claudel θεωρείται βάσιμη)
Ακολούθησε μια παραγωγικότατη και δημιουργικότατη δεκαετία, που δεν συνοδεύτηκε όμως και από τις αντίστοιχες παραγγελίες (κυρίως κρατικές), παρά τις κριτικές που δημοσιεύονται εκθειάζοντας την καλλιτεχνική της ιδιοφυΐα.
Στη μέση της ζωής της θα παρουσιάσει ψυχολογικές διαταραχές που την ωθούν σε όλο και μεγαλύτερη απομόνωση. Θα καταστρέψει μάλιστα η ίδια ένα μεγάλο αριθμό των έργων της. Ο αδελφός της πήρε την πρωτοβουλία για την πρώτη της εισαγωγή σε άσυλο, οκτώ μέρες μετά το θάνατο του πατέρα τους, που της τον απέκρυψε. Θα περάσει τα μισά χρόνια της ζωής της μέχρι το θάνατό της έγκλειστη σε ψυχιατρικά άσυλα, όπου την επισκεπτόταν ο αδελφός της αραιά και πού, στα σύντομα ταξίδια του όταν επέστρεφε από την Κίνα. Η μητέρα της όχι μόνο αρνήθηκε να την επισκεφτεί, αλλά και αρνήθηκε την πρόταση του διευθυντή της κλινικής να κάνει μια προσπάθεια ένταξης της κόρης της στην οικογενειακή ζωή. Ήταν πολλοί που υποστήριξαν ότι η Camille Claudel δεν παρουσίαζε καθόλου συμπτώματα της ασθένειάς της όποτε δούλευε, αλλά και ότι δεν ήταν τόσο άρρωστη ώστε να παραμείνει τόσον καιρό έγκλειστη.
Η ώριμη ηλικία
Μπορούσε να υπάρξει χειρότερη μοίρα για ένα ανθρώπινο ον από το να γεννηθεί γυναίκα με φλογερό δημιουργικό ταλέντο σε μια εποχή που η γυναίκα όχι μόνο δεν είχε πολιτικά δικαιώματα, αλλά και αντιμετωπιζόταν είτε ως αναπαραγωγική μηχανή είτε ως αντικείμενο του ανδρικού πόθου είτε, στην καλύτερη(;) περίπτωση, ως μούσα που εμπνέει τους άνδρες δημιουργούς; Ποια φουρτούνα τάραζε το μυαλό της, ποια φλόγα ανάλωνε την ψυχή της, όταν μόνη μέσα στο εργαστήρι της με τα χέρια γεμάτα πηλό έδινε τις δικές της τρεις διαστάσεις στον κόσμο;
Από την κοινή έκθεση Rodin - Claudel (1996) στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο
Σ’ αυτά τα δύο έργα, τοποθετημένα δίπλα δίπλα εγώ διαβάζω με γυναικεία μάτια την ιστορία του ανθρώπου.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Σήμερα θέλω

Σήμερα, θέλω το κόκκινο της διεκδίκησης να υπερισχύσει
του μαύρου της απόγνωσης.
Σήμερα, θέλω το κόκκινο της συλλογικότητας να υπερισχύσει
της πολυχρωμίας της διαίρεσης.
Σήμερα, θέλω το κόκκινο της δράσης να υπερισχύσει
του γκρίζου της αδράνειας.
Σήμερα, θέλω το κόκκινο της αλληλεγγύης να υπερισχύσει
του κίτρινου του φθόνου.
Σήμερα, θέλω το κόκκινο της δικαιοσύνης να υπερισχύσει
του λευκού της παραίτησης.
Σήμερα, θέλω το κόκκινο του θυμού να υπερισχύσει
της ωχρής «διαβούλευσης».
Σήμερα, θέλω το κόκκινο της κραυγής να υπερισχύσει
της άχρωμης σιωπής.
Σήμερα απεργώ, γιατί προτιμώ τα έργα από τα λόγια.
Σήμερα απεργώ, γιατί αγαπώ την εργασία μου.
Σήμερα απεργώ, γιατί θέλω το αύριο.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Σήμερα, δεν θέλω

Δεν θέλω ευχές για χρόνια πολλά σήμερα.
Μοιάζουν τόσο ιδιοτελείς! Σαν να κρύβουν πίσω απ’ αυτές τις δυο λέξεις την επιθυμία για μεγαλύτερη διάρκεια γυναικείας προσφοράς.
Δεν θέλω λουλούδια και γλυκά σήμερα.
Το καλόπιασμα και η κολακεία τους δεν διαγράφουν τις υπόλοιπες 364 μέρες της υποτίμησης και της εκμετάλλευσης της γυναικείας ιδιότητας.
Δεν θέλω ευγένειες και συναισθηματισμούς σήμερα.
Οι 24ωρες χαριτωμενιές δεν μπορούν να καλύψουν την καθημερινή αδιαφορία για το φύλο μου και τις ανάγκες του και τη διαρκή επιφόρτιση με ατέλειωτες υποχρεώσεις.
Θέλω ή, μάλλον, απαιτώ την καθημερινή ισότιμη αναγνώριση της ανθρώπινης υπόστασής μου, ανεξάρτητα από το φύλο μου.
Θέλω ή, μάλλον, απαιτώ την καθημερινή ισότιμη αναγνώριση των ατομικών ικανοτήτων μου, ανεξάρτητα από το φύλο μου.
Θέλω ή, μάλλον, απαιτώ την καθημερινή ισότιμη εξασφάλιση της δυνατότητας να ζήσω, να εξελιχθώ, να δημιουργήσω, ανεξάρτητα από το φύλο μου.
Θέλω ή, μάλλον, απαιτώ η ανθρώπινη ιστορία να μην είναι η ιστορία μόνο των ανδρών, αλλά και των γυναικών. Δηλαδή η ιστορία των ανθρώπων.
Ρίξτε μια ματιά κι εδώ: Πρόλογοι, Σιωπή και λόγος, Το φύλο των Χριστουγέννων

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Πλασιέ της γνώσης

Ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που υποχρεώνει η εποχή μας τους δασκάλους να κάνουν είναι να λειτουργήσουν σαν πλασιέ της γνώσης που προσπαθούν να μεταδώσουν. Σε καιρούς σαν τους δικούς μας, κυνικούς και ισοπεδωτικά ωφελιμιστικούς, καλούνται συνεχώς να πείθουν τα παιδιά για την αναγκαιότητα της προσφερόμενης γνώσης.
Ο δάσκαλος πρέπει να τα πείσει γιατί πρέπει να μάθουν τα διαφορετικά ι και ο και ε της ορθογραφίας μας και γιατί είναι απαραίτητος ο τονισμός. Ο μαθηματικός πρέπει να τους εξηγήσει πώς η γεωμετρία θα τους βοηθήσει ν’ αγοράσουν τη σωστή ποσότητα μπογιάς για να βάψουν το σπίτι τους ή το σωστό μέγεθος χαλιού για το δωμάτιό τους και πώς η άλγεβρα θα οξύνει τη λογιστική και αφαιρετική ικανότητα του μυαλού τους. Ο χημικός θα πρέπει να τους θυμίσει ότι το μαγείρεμα και η αφαίρεση των λεκέδων εφαρμογή της χημείας είναι. Ακόμα και ο φυσικός υποχρεώνεται να τους αναδείξει ότι οι πηγές ενέργειας που χρησιμοποιούν ή θα έπρεπε να χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους, όπως και όλες οι μηχανές, από τα απλούστερα εργαλεία μέχρι τις πολυπλοκότερες συσκευές, είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης της επιστήμης του. Ο δε φιλόλογος, ο κακόμοιρος, μονίμως προσπαθεί ν’ αποκαλύψει στα μάτια των παιδιών τη δύναμη του σωστού χειρισμού του προφορικού και γραπτού λόγου, τη διαρκώς επίκαιρη σοφία της ιστορίας, τον άυλο πλούτο από τα ταξίδια στη λογοτεχνία.
Ο εκπαιδευτικός σήμερα πρέπει να κονταροχτυπηθεί με τον κυρίαρχο κανόνα της εποχής, που εξισώνει τα πάντα —αν δεν τα υποκαθιστά κιόλας— με την υλική/ανταλλακτική τους αξία. Η χειρότερη επίπτωση που επέφερε στον πολιτισμό μας η επικυριαρχία των νόμων της αγοράς σ’ όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ότι χάθηκε η αξία της γνώσης γενικά για τον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του ανθρώπου, είτε ως ατόμου είτε ως συλλογικότητας. Υπονομεύτηκε και, τελικά, εξουδετερώθηκε η γοητεία της γνωστικής διαδικασίας καθεαυτήν. Πού είναι πλέον η έκπληξη; Πού είναι η βίωση της ικανοποίησης τη μαγική στιγμή που ένα βασανιστικό ερώτημα συναντά την απάντησή του; Πού είναι τα ερωτήματα, εδώ που τα λέμε; Πού είναι το όλο γλυκιά προσδοκία χτυποκάρδι του εξερευνητή, που βαδίζει ψηλαφητά και κοπιαστικά στον άγνωστο χώρο; Πού είναι η νικηφόρα αίσθηση της ανακάλυψης ενός νέου κόσμου;
Αυτό το διακρίνουμε μόνο ως νοσταλγική ανάμνηση στο κατάπληκτο βλέμμα των νηπίων, όταν αρχίζουν να παίρνουν τις πρώτες ζωτικές απαντήσεις τους, και στη βαθιά προσηλωμένη και γεμάτη περιέργεια «διάλυση» των παιχνιδιών από τα παιδικά χέρια.
Αλλά… Υπάρχουν και κάποιες ελάχιστες ευτυχείς στιγμές για όσους κοιτάζουν τα παιδιά στα μάτια. Κάποια στιγμή μέσα στη μουντή σχολική τάξη που κάποιο παιδικό βλέμμα αστράφτει, γιατί ανακάλυψε την απάντηση σε μια κρυφή του ερώτηση. Κάποια στιγμή που το εφηβικό βλέμμα αποκαλύπτει την κατανόηση επιτέλους μιας δύσκολης έννοιας. Κάποια στιγμή που το νεανικό βλέμμα ομολογεί τη συγκίνηση μιας ανακάλυψης.
Σπανίζουν αυτές οι στιγμές, ομολογουμένως. Είναι όμως τόσο έντονες και τόσο πολύτιμες για όποιον εκπαιδευτικό τις μοιραστεί σιωπηλά με την τάξη του, που τον κάνουν να ξαναμπαίνει στη σχολική αίθουσα πεισμένος ότι το έργο του δεν είναι σισύφειο.

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Αντιμεταχώρηση

Δύο εικόνες από τις ειδήσεις της επικαιρότητας αναδεικνύουν στοιχεία της κοινωνίας μας. Τις είδαμε όλοι μας. Ο καθένας και η καθεμιά μας αντέδρασε με τον τρόπο του ανάλογα με την ιδεολογική οπτική του. Πιθανόν κάποιοι να σταθούν στον κοινό παρονομαστή των δύο εικόνων, τη βία, και στη διαταραγμένη, οικονομικά και κοινωνικά, εποχή μας.
Ο Μ. Γλέζος δέχεται επίθεση

 
Ο Γ. Παναγόπουλος δέχεται επίθεση
Εγώ θα θέσω ένα λοξό ερώτημα:
Ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις μας αν θα μπορούσαν να υπάρξουν οι αντίστροφες σκηνές; Θα μπορούσαν να υπάρξουν καν οι αντίστροφες φωτογραφίες; Θα μπορούσε δηλαδή το ένα πρόσωπο, το συγκεκριμένο όμως, που στέκεται μπροστά στα μικρόφωνα και δέχεται τα διάφορα αντικείμενα, να είναι το άλλο πρόσωπο που δέχεται την επίθεση των χημικών; Και αντίστροφα, θα μπορούσε το άλλο πρόσωπο, το συγκεκριμένο όμως, που ψεκάζεται από τους αστυνομικούς, να είναι στη θέση του προσώπου που μπροστά στα μικρόφωνα δέχεται τον προπηλακισμό από κάποιους συγκεντρωμένους;
Η δημόσια προσωπική ιστορία του καθενός από τους δύο δίνει άμεση την απάντηση.
Έτσι, για να προλάβω μόνο κάποια ισοπεδωτικά σχόλια.
ΥΓ: Το ζήτημα της προβοκάτσιας το αφήνω ασχολίαστο, ως άλλη διαφορετική πλευρά του θέματος.

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Από μακριά ή από κοντά;

Στις πρώτες της επαφές με τις εικαστικές τέχνες, η πιο εμφατική συμβουλή που εισέπραττε από τους περισσότερους πιο έμπειρους από κείνη ήταν: «Μην πλησιάζεις τόσο κοντά στο έργο. Προσπάθησε να το δεις από απόσταση». Πρόσεξε και ότι στα περισσότερα μουσεία και τις πινακοθήκες φρόντιζαν οι υπεύθυνοι να προσφέρουν στο κοινό τον απαραίτητο χώρο γι’ αυτήν την από απόσταση οπτική. Υιοθέτησε λοιπόν αυτή την τακτική, αφού έβλεπε ότι της πρόσφερε καλύτερη εποπτεία του συνολικού έργου.
Απόλλων και Δάφνη του Gian Lorenzo Bernini
Καθώς μεγάλωνε, διαπίστωσε πως η πρακτική αυτή της αποστασιοποίησης ήταν εξίσου αποτελεσματική και σ’ άλλες περιστάσεις της ζωής. Κάθε που βυθιζόταν στο τέλμα της θλίψης, προσπαθούσε να συρθεί μέχρι τις όχθες της κι εκεί να ξετρυπώσει το μονοπάτι που θα την οδηγούσε στο ξέφωτο. Σε κάθε κρίσιμο αδιέξοδο που όρθωνε μπροστά της τους ψηλούς τοίχους του, εκείνη πισωπατούσε κομματάκι για να εντοπίσει εκείνα τα χαλαρά τούβλα που, αν τα ’σπρωχνε, θα την απεγκλώβιζαν. Κάθε φορά που ο θυμός σκοτείνιαζε τη σκέψη της και ακύρωνε τη βούλησή της, εκείνη απομακρυνόταν από τον εαυτό της, τον κοίταζε αυστηρά και ανακτούσε τον έλεγχό του.
Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι φορές που υπέκυψε στην επιθυμία να εξετάσει από κοντά τις πινελιές ενός ζωγράφου ή στην ανάγκη της να χαϊδέψει, έστω και με το βλέμμα, από κοντά τους πόρους ενός αγάλματος. Και ήταν πολύ περισσότερες οι φορές που έσκυψε πολύ κοντά, σχεδόν μυωπικά, να βρει το κουκούτσι του θυμού της· οι φορές που κατέβασε το κεφάλι και κουτούλισε με δύναμη το μέτωπό της στους τοίχους των αδιεξόδων της· οι φορές που τέντωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι και βούτηξε πιο βαθιά στη θλίψη της. Και βέβαια τους σπουδαιότερους ανθρώπους της ζωής της τους γνώρισε και τους αγάπησε, όταν ξεπέρασε τη γοητεία της από μακριά εικόνας τους και τους πλησίασε τόσο που να νιώσει την ανάσα της ζωής τους στα πνευμόνια της.

Από μακριά ή από κοντά; Το ερώτημα φαντάζει πλέον εντελώς θεωρητικό, αν όχι και ρητορικό. Kαι για την τέχνη και για τη ζωή.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Η κόρη του Ειρηνικού και των Άνδεων

Οι Άνδεις στον ορίζοντα του Σαντιάγκο
Το μάθημα της γεωγραφίας στο δημοτικό το αγαπούσα πολύ, γιατί μου πρόσφερε ταξίδια ποικίλα και απρόσμενα. Γι’ αυτό και πάντα απολάμβανα τις ερωτήσεις: Πού βρίσκεται η χώρα; Με ποιες άλλες χώρες συνορεύει; Ποια είναι τα ποτάμια της, τα βουνά της, οι θάλασσές της, η πρωτεύουσα και οι κυριότερες πόλεις της; Αντίθετα, αντιπαθούσα τις ερωτήσεις που αφορούσαν τα προϊόντα και τις οικονομικές δραστηριότητες κάθε χώρας. Ωστόσο, στο μάθημα για τη Χιλή με είχε εντυπωσιάσει η παραγωγή νίτρου, που οφειλόταν, λέει, στους τόνους περιττωμάτων που άφηναν στους βράχους της οι γλάροι. Δεν ξέρω αν αυτό ισχύει, πάντως αυτό συγκράτησε η μνήμη ύστερα από τόσες δεκαετίες, μαζί με τις Άνδεις και τους κόνδορες, και αποτέλεσε την πρώτη γνώση μου γι’ αυτή τη στενόμακρη χώρα στον μακρινό νότιο Ειρηνικό.
Δυο τρία χρόνια αργότερα το όνομα του Αλιέντε μ’ έκανε πάλι να ψηλαφήσω τη χώρα στην υδρόγειο σφαίρα και ν’ αναζητήσω περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν. Είχα αρχίσει πια να καταλαβαίνω τη σημασία του οικονομικού παράγοντα. Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου ανακάλυψα και τους αρχαίους προκολομβιανούς πολιτισμούς των Μάγια και των Ίνκας, που το ευρωποκεντρικό εκπαιδευτικό μας σύστημα αγνοούσε και εξακολουθεί, απ’ ό,τι ξέρω, να αγνοεί. Και ήρθε μετά η δικτατορία του Πινοσέτ να μου δείξει ξαφνικά πόσο κοντινός μας ήταν αυτός ο μακρινός λαός. Έτσι έμαθα και τον Πάμπλο Νερούδα και τον ένιωσα μέσα μου αδελφό με τη μουσική του Μ. Θεοδωράκη και τις φωνές των Μ. Φαραντούρη και Π. Πανδή στις γηπεδικές συναυλίες της μεταπολίτευσης.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα διαβάσματα και η μουσική με ταξίδεψαν και σ’ άλλα, πολλά μέρη του πλανήτη. Δεν ήθελα να ξαναγυρίσω στη Χιλή μ’ αυτόν τον οδυνηρό τρόπο.
Όχι. Όχι, έτσι!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...