Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Κρίση και ακρισία

Μια εποχή κρίσης είναι πάντα μια κρίσιμη δοκιμασία για την κρίση μας. Είναι η περίοδος που η ζωή μας κρίνεται από την κριτική μας ικανότητα. Αν οι κρίσεις μας δεν είναι παρά επικρίσεις για τους άλλους και τις ευθύνες τους, δεν μπορούμε να περιμένουμε από κανένα κάποια ανταπόκριση. Αν προκρίνουμε τις αδιάκριτες πληροφορίες από την έγκριτη γνώση, με ποιους αντέχουμε να συγκριθούμε; Πόσες ακόμα διευκρινίσεις χρειαζόμαστε ώστε ν’ αρχίσουμε να διακρίνουμε το εἶναι από το ἔχειν; Αν αδυνατούμε να κάνουμε ένα δειλό βήμα αυτοκριτικής για τις άπειρες, μικρές ή μεγάλες, διακρίσεις που επιτρέψαμε να γίνουν στο όνομά μας, είμαστε αξιοκατάκριτοι. Αν αγνοούμε αδιακρίτως τα ουσιαστικά αιτήματα των καιρών μας, το ενδιαφέρον μας για το μέλλον είναι βαθύτατα υποκριτικό. Τι θα βρούμε να αποκριθούμε στην παραπονεμένη κριτική των παιδιών μας; Ή μήπως θεωρούμε πως η ακρισία μας είναι τόσο δυσδιάκριτη; Η έγκριση δεν παραχωρείται με κριτήριο την ηλικία. Η ιστορία των ανθρώπων παραμένει ο μεγάλος μας κριτής!

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Η εποχή μας αγγλιστί

Έλαβα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το ακόλουθο κειμενάκι. Δυστυχώς αγνοώ τον εμπνευστή του, για να του ζητήσω την άδεια. Ελπίζοντας λοιπόν στην κατανόησή του το αναδημοσιεύω.
The Century of 'LESS'
It is true... in the 21st Century:
Our communication is …wireless
Our telephone is …cordless
Our cooking is …fireless
Our youth is …jobless
Our ladies are …topless
Our food is …fatless
Our labor is …effortless
Our conduct is …worthless
Our relations are …loveless
Our attitude is …careless
Our feelings are …heartless
Our politics is …shameless
Our education is …valueless
Our follies are …countless
Our arguments are …baseless
Our boss is …brainless
Our job is …thankless
Our salary is …less and less
Ρε, λες;

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Η δική μου θάλασσα

Μεσόγειος θάλασσα
Έζησα στη ζωή μου δυο ευλογημένες από τον ήλιο χώρες. Γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα και η χώρα μου έχει συνδέσει την πορεία της με τους θαλασσινούς ορίζοντες. Έφυγα από τη γενέτειρά μου και ήρθα στην πατρίδα μου δια θαλάσσης.
Η πρώτη εμπειρία, που αρκετά αργότερα θα μετουσιωθεί σε γνώση, των καθαρών αποχρώσεων του γαλανού ήρθε να ξεδιπλωθεί αργά αργά στα εκστασιασμένα παιδικά μάτια μου, όταν το καράβι είχε φτάσει πια στη μέση του ταξιδιού του. Τα λευκά ίχνη της διαδρομής του υπογράμμιζαν ένα βαθύ κυανό, που δεν είχα ποτέ ξαναδεί να βάφει την τόσο οικεία μου επιφάνεια της θάλασσας. Τα νερά στα νότια της Κρήτης μου εξηγούσαν επιτέλους γιατί στις παιδικές μας ζωγραφιές χρωματίζαμε τη θάλασσα μ’ ένα μπλε χωρίς προσμείξεις. Τη θάλασσα μέχρι τότε εγώ την ήξερα ελαφρά πρασινωπή, ακόμα και κιτρινωπή καμιά φορά. Αργότερα έμαθα στο σχολείο για τις προσχώσεις του Νείλου.

Η περιοχή Agami έξω από την Αλεξάνδρεια
Το μεγάλο ταξίδι τέλειωσε μια ηλιόλουστη παραμονή Χριστουγέννων. Ο ουρανός, πεντακάθαρος και καταγάλανος, στο μεγάλο μας λιμάνι ήταν μια νέα αποκάλυψη. Φάνταζε στα μάτια μου στερεός, σαν χειροπιαστός θόλος που θα κουτουλούσα πάνω του, αν με κάποιο μαγικό τρόπο απογειωνόμουν κάθετα. Δεν ήξερα μέχρι τότε ότι αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε γαλανό χρώμα. Κάτω από το φως του όλα τα χρώματα άπλωναν τις αποχρώσεις τους με πρωτόγνωρη καθαρότητα. Ανακάλυπτα μια νέα ορατότητα, που μέχρι τότε μου έκρυβε τόσο συχνά το χαμψίνι της ερήμου.
Αυτό που με παρηγορεί και μαλακώνει τη νοσταλγία μου για το εκεί και το τότε είναι ότι η ίδια θάλασσα τα ενώνει, σχεδόν σαν ομφάλιος λώρος, με το εδώ και το τώρα. Ο ίδιος ήλιος, που λατρεύτηκε κι από τους δυο λαούς στην πορεία τους από τα βάθη των αιώνων, αγκαλιάζει το εκεί και το εδώ.
Όσο βρισκόμουν εκεί βίωνα, σαν κληρονομιά οικογενειακή, τον πόθο για το εδώ. Όταν βρέθηκα εδώ, κράτησα μέσα μου ασύνειδο μα πολύτιμο φυλακτό το εκεί. Τότε κάτι μου έλειπε και το βρήκα εδώ. Τώρα κάτι παραπάνω έχω και αυτό το απέκτησα εκεί.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Αναρωτιόμουν, λίγο αυτοκριτικά, γιατί αυτή η εσωστρέφεια που μ’ έχει πιάσει τελευταία, γιατί αυτή η καταβύθιση στο κλειστό παρελθόν των παιδικών αναμνήσεων ή η καταφυγή στο μακρινό μέλλον της επιστημονικής φαντασίας. Συνειδητοποίησα ότι ήταν μια αυθόρμητη άμυνα απέναντι στην επικαιρότητα, ένας τρόπος δραπέτευσης από το ζοφερό παρόν.
Ο ανηλεής βομβαρδισμός μας με οικονομικές αναλύσεις εκ μέρους των φορέων του δημόσιου λόγου νιώθω πια ότι υποτιμά τη νοημοσύνη μας. Εντάξει, φωστήρες μας, το καταλάβαμε. Μαντάρα η ιστορία. Το εμπεδώσαμε. Στη χώνεψή του είμαστε. Περνάμε κρίση. Βαθύτατη οικονομική κρίση. Διεθνώς αλλά και, κυρίως, εγχωρίως. Το τι γίνεται, το τι μπορεί να γίνει και το τι θα μπορούσε να γίνει, αλλά και το τι πρέπει ή θα έπρεπε να γίνει, ο καθένας από μας το έχει νιώσει στο πετσί του —ανάλογα βέβαια και με το πετσί που φοράει. Αφήστε μας λοιπόν λίγα λεπτά μέσα στο εικοσιτετράωρο, όχι ν’ ανασάνουμε —δεν ζητάμε τόσα πολλά—, αλλά να ξελαχανιάζουμε.
Από την άλλη, —για αντιπερισπασμό;— δεν ησυχάζουν τ’ αφτιά μας στιγμή από τα άγρια αλυχτίσματα κατά του, ελλιπέστατου ωστόσο, νομοσχεδίου για τους μετανάστες. Εκεί πια νιώθω σαν να με εξορίζει από την ίδια μου την πατρίδα μια μικρή αγέλη από λυσσασμένα αγριόσκυλα. Σαν να μου κλέβουν την ταυτότητά μου.
Κι έχουμε και την περίφημη «μάχη με την εγκληματικότητα», όπου δυο αστυνομικοί αφήνουν να τους πάρουν τον εξοπλισμό τους —και καλά, πολύ καλά κάνουν. Μόνο που ο υπουργός τους, ενώ θα τους στηρίξει λέγοντας ότι αλλιώς «θα χάναμε δυο νέα παιδιά», όταν περνάμε στο επόμενο επεισόδιο του σίριαλ, με την «επιχείρηση» στο Βύρωνα, ως υπουργός «προστασίας του πολίτη» θα εκφράσει βέβαια την οδύνη του για το θάνατο του 25χρονου υδραυλικού, αλλά θα τον χαρακτηρίσει «παράπλευρη απώλεια». Δεν ήταν νέος άντρας, φαίνεται, αυτός. Τι να ’ταν άραγε; Όσο για το όνομά του, και μόνο από το γεγονός ότι δεν αναφερόταν στα δελτία ειδήσεων έβγαινε εύκολα το συμπέρασμα για την εθνικότητά του.
Και τι σημαίνει «παράπλευρη απώλεια»; Μια απώλεια παραδίπλα; Μια απώλεια παραπέρα; Μια απώλεια πέρα μακριά, εκεί όπου τίποτε δεν μας αφορά, τίποτα δεν μας αγγίζει; Μεταφράσαμε τον αγγλοσαξονικό όρο και είναι σαν να υιοθετήσαμε και την αντίστοιχη απάνθρωπη ψυχρότητα.
Τελευταία νιώθω σαν να έκλεψε κάποιος από τα λεξικά μας το περιεχόμενο του λήμματος «πατριωτισμός» και να πρέπει να το αποκαταστήσω. Η αγάπη για την πατρίδα στο σύνολό της. Στο σύνολο των ανθρώπων της, στο σύνολο των αρχών και του πολιτισμού της. Στο σύνολο της ιστορικής πορείας της. Πού είναι ο πατριωτισμός των πολιτικών που στρίμωξαν την πατρίδα τους στον κορσέ του κόμματός τους; Πού είναι ο πατριωτισμός των οικονομικών ιθυνόντων με τις παχυλές αμοιβές και τις προτροπές για λιτότητα (στους υπολοίπους); Πού είναι ο πατριωτισμός των μικρών ή μεγάλων ομάδων «συμπολιτών» μας που με νύχια και με δόντια αγωνίζονται να κρατήσουν τα κατά καιρούς αποκτημένα προνόμιά τους σε βάρος του συνόλου; Πού είναι ο πατριωτισμός των εχόντων; (Οι εθνικοί ευεργέτες του άλλοτε έχουν μετατραπεί σε χορηγούς με δημόσια επιχορήγηση). Πού είναι ο πατριωτισμός των «διανοουμένων»; Πού είναι η πρωτοπορία μας;
Άλλοι καπηλεύονται στρεβλώνοντας τον πατριωτισμό μας και άλλοι προσπαθούν να τον αφανίσουν παρουσιάζοντάς τον ως παρωχημένο. Πάνε να μας κλείσουν στις μικρές κι ασήμαντες ατομικότητές μας σαν να είναι το τελευταίο οχυρό μας, μόνο που εμείς ξέρουμε βαθιά μέσα μας ότι αυτή θα είναι η έσχατη και ολοσχερής ήττα μας. Η ύστατη αντίσταση των τελευταίων «ελεύθερων πολιορκημένων» της εποχής μας έγκειται στη μεγάλη Έξοδο. Την Έξοδο από το εγώ στο εμείς, ξανά. Και όσο πιο πολλοί χωρούν σ’ αυτό το εμείς τόσο το χειρότερο για τους πολιορκητές.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Ένας πρώτος έρωτας

Ήταν περίπου πέντε, το πολύ έξι χρονώ την πρώτη φορά που οι γονείς της την πήραν μαζί τους σε τέτοια βραδινή έξοδο. Πολύ λίγες λεπτομέρειες από τα όσα προηγήθηκαν διασώζονται στη μνήμη της. Ίσως μόνο η συνηθισμένη παιδική της δυσανεξία κάθε που έπρεπε να φορέσει τα «καλά» της.
Δυο ώρες αργότερα βρισκόταν σε μια μεγάλη αίθουσα γλυκά φωτισμένη, γεμάτη από κόσμο. Έμοιαζε με τον κινηματογράφο που την πήγαινε η μητέρα της τα κυριακάτικα πρωινά για να παρακολουθήσει με το ξαδελφάκι της παιδικές ταινίες ή κινούμενα σχέδια. Μόνο που σ’ αυτόν το χώρο ελάχιστα ήταν τα παιδιά και η ατμόσφαιρα είχε μια σοβαρότητα επιβλητική, αν και καθόλου βαριά. Επιπλέον βρισκόταν σε πλαϊνό θεωρείο (δεν ήξερε ακόμη τη λέξη) σε αρκετό ύψος, κάτι που οι κινηματογραφικές αίθουσες δεν διέθεταν. Οι χαμηλόφωνες συζητήσεις χάιδευαν το δέρμα δημιουργώντας μια αίσθηση ήρεμης προσμονής. Το κοριτσάκι περίμενε κι εκείνο, χωρίς ακόμη να έχει συνειδητά ξεκαθαρίσει τι ήταν αυτό που περίμενε.
Τα φώτα χαμήλωσαν βυθίζοντας την αίθουσα στη σιωπή και το σκοτάδι. Η σκηνή φωτίστηκε. Ένα διακριτικό μουρμουρητό ακούστηκε από το κοινό. Ο προβολέας φώτισε δύο άντρες που εμφανίστηκαν επίσημα ντυμένοι, λουστρίνια, μαύρο παντελόνι, λευκό σακάκι και παπιγιόν. Ο κάπως πιο λεπτός προχωρούσε μισό βήμα πιο μπροστά από τον άλλο, που τον κρατούσε ανάλαφρα από τον αγκώνα. Το κοινό συνόδεψε τα βήματά τους με θερμό χειροκρότημα μέχρι τη μέση της σκηνής, όπου το κοριτσάκι πρόσεξε επιτέλους ένα μεγάλο πιάνο με ουρά. Ο λεπτός άντρας απομακρύνθηκε, ενώ ο άλλος απάντησε στην υποδοχή με μια υπόκλιση και κάθισε στο πιάνο ακουμπώντας τα χέρια του στα πλήκτρα σαν να χάιδευε αγαπημένο πρόσωπο.
Η σιωπή κυριάρχησε γεμάτη προσδοκία μέσα στην αίθουσα. Και τότε ξεχύθηκαν γλυκά οι πρώτες νότες μιας πολωνέζας του Chopin. Το κοριτσάκι βυθίστηκε στα νερά της μουσικής και αφέθηκε μια να μελαγχολεί μαζί τους και μια να χαίρεται, μια να θυμώνει και μια να ενθουσιάζεται. Κάθε πόρος του σώματός της ρουφούσε τις νότες σαν οξυγόνο. Ένιωθε τη μουσική στα σωθικά της σαν να μην είχε αφτιά. Όλες οι αισθήσεις της έχασαν την πρωταρχική τους λειτουργία κι έγιναν σφουγγάρι που ρουφούσε διψασμένο ήχους. Ήχους πρωτόγνωρους, αλλά από παλιά γνωστούς. Ήχους αλλότριους, αλλά εξαιρετικά οικείους, ήχους εξωτερικούς, που ανέβλυζαν όμως από την ψυχή της. Το κοριτσάκι, μόνο του σ’ ένα μαγεμένο κόσμο, χωρίς κανένα φόβο, απολάμβανε ένα άγνωστο σύμπαν γεμάτο αρμονία και αγάπη.
Ξαναγύρισε στην πραγματικότητα από τα χειροκροτήματα που ξέσπασαν με ενθουσιασμό και τα φώτα που άναψαν πάλι. Μισοκαθισμένο στην άκρη του καθίσματός της, με το πηγούνι ακουμπισμένο στο ξύλινο περβάζι του θεωρείου και τα παιδικά μάγουλα μουσκεμένα από δάκρυα, δάκρυα βαθύτατης ευτυχίας, επέστρεψε στο χώρο και το χρόνο. Το κοριτσάκι θυμήθηκε τους γονείς του που κάθονταν δίπλα του. Δεν μίλησε. Αργότερα της είπαν ότι δεν χρειαζόταν, ότι το βλέμμα της τους είχε διηγηθεί τα πάντα.
Είχε παρακολουθήσει το πρώτο της ρεσιτάλ πιάνου, όταν ο εκ γενετής τυφλός Καϊρινός πιανίστας Γιώργος Θέμελης (1915-1997) είχε επισκεφτεί τη γενέτειρά της. Αυτός ο πρώτος έρωτας υπήρξε και παντοτινός. Σπάνιο για πρώτο έρωτα, δεν είναι;

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Avatar

Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο ήταν ακόμα πλημμυρισμένη από τα χρώματα και τους ήχους, βυθισμένη στις τρισδιάστατες εικόνες. Της άρεσαν πάντα οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας, μόνο που τα τελευταία χρόνια είχε γίνει λίγο πιο επιλεκτική για το ποια απ’ αυτές θ’ άφηνε να την παρασύρει μέχρι και την κινηματογραφική αίθουσα. Άσε που ένιωθε και κάπως άβολα, αν βρισκόταν μόνο ανάμεσα σε νεαρούς έφηβους θεατές.
Η ποικιλία όμως των ηλικιών που παρακολούθησαν μαζί της το Avatar λειτούργησε απενοχοποιητικά, ενώ παράλληλα της προκάλεσε και κάποια έκπληξη, αφού η υπόθεση ήταν αρκετά ή, μάλλον, πολύ απλοϊκή: μια ανάλαφρη σούπα από περιβαλλοντικές ανησυχίες, κριτική σε αποικιοκρατικές και μιλιταριστικές αντιλήψεις (που όμως εκμεταλλεύεται στο έπακρο για το γύρισμα ενός μεγάλου μέρους εντυπωσιακών σκηνών), κοινότοπες αναφορές σε στερεοτυπικές συμπεριφορές (χωρίς να ξεφεύγει απ’ αυτές) και, βέβαια, μια μετ’ εμποδίων ιστορία αγάπης. Εφόσον τα γνώριζε αυτά, τότε γιατί πήγε να δει αυτή την ταινία; Μα, γιατί ήθελε να εξακριβώσει αν όντως αποτελεί σταθμό, όπως σχολιάστηκε, στην εξέλιξη της τεχνικής πλευράς όσον αφορά τη δημιουργία ταινιών αυτού του είδους. Άλλωστε, η αξία αυτών των σταθμών μπορεί να εκτιμηθεί ακριβώς και μόνο στην εποχή που υλοποιούνται, όχι αργότερα.
Ενώ ακόμη δεν είχε φτάσει στην τελική της απόφανση για την αξία της ταινίας —κάτι που είναι, εξάλλου, πολύ υποκειμενικό—, η προσοχή της στράφηκε στον τίτλο. Της ήταν άγνωστη η λέξη, καθώς δεν ήταν τόσο εξοικειωμένη με πολλές από τις δυνατές χρήσεις των νέων τεχνολογιών και, επομένως, την ορολογία τους. Έμαθε λοιπόν ότι η λέξη avatar επινοήθηκε από τη σανσκριτική λέξη avatāra, που σημαίνει ενσάρκωση. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ψευδώνυμο, το εικονίδιο, που υιοθετεί κάποιος στο διαδίκτυο, σε χώρους συζητήσεων, σε ιστολόγια, σε προγράμματα άμεσων μηνυμάτων, αλλά και την τρισδιάστατη περσόνα που επιλέγει σαν alter ego όταν συμμετέχει σε video games. Κατάλαβε ότι, χωρίς να το ξέρει, είχε κι εκείνη από καιρό ένα δυο avatar.
Με λυμένη πια αυτή την απορία, η σκέψη της επέστρεψε στην ταινία. Οι πρωταγωνιστές εκεί συνδέονται με το δικό του avatar ο καθένας σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα η πραγματική και η κατασκευασμένη τους ύπαρξη. Αυτή η δεύτερη μάλιστα δεν είναι πια εικονική, αλλά έχει απόλυτα υλική υπόσταση. Τα πρόσωπα του έργου διατηρούν τα βασικά ψυχοπνευματικά χαρακτηριστικά τους και στις δύο υποστάσεις τους. Ο πρωταγωνιστής όμως, όχι μόνο δεν διατηρεί τη σωματική του αναπηρία στη «νέα» του κατάσταση, αλλά του δίνεται η ευκαιρία να «θεραπεύσει» και τις ιδεολογικές του «αναπηρίες».

Το αίσιο τέλος του παραμυθιού που καθαίρει τις ψυχές των θεατών, σκέφτηκε ειρωνικά. Την ίδια στιγμή, αυτή η ειρωνεία γύρισε μπούμερανγκ σε βάρος της. Σε μια αναλαμπή αυτογνωσίας συνειδητοποίησε ότι στη ζωή της εκείνη είχε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, avatar —και μάλιστα, πολύ πριν αναπτυχθεί το διαδίκτυο και διαδοθούν τόσο πολύ οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας.
Τι άλλο από avatar ήταν όλοι εκείνοι οι ήρωες και οι ηρωίδες των ταινιών που είδε, με τους οποίους ταυτίστηκε και μοιράστηκε τις περιπέτειες και τα κατορθώματά τους; Όλα εκείνα τα πρόσωπα των βιβλίων που διάβασε, τα οποία της χάρισαν τις εμπειρίες και τους προβληματισμούς τους, τα βάσανα και τα ταξίδια τους σε άλλες εποχές και άλλους κόσμους; Με την ίδια δυσκολία που ο πρωταγωνιστής της συγκεκριμένης ταινίας αποχωριζόταν την κατασκευασμένη του ύπαρξη, με την ίδια σχεδόν δυσκολία, σωματική και ψυχική, έβγαινε κι εκείνη κάθε φορά από την κινηματογραφική αίθουσα μετά από μια καλή ταινία ή έκλεινε και χάιδευε το εξώφυλλο ενός καλού βιβλίου. Πόσες «αναπηρίες» της δεν θεράπευσε απορροφημένη από τη μεγάλη οθόνη ή βυθισμένη στις χάρτινες σελίδες; Και ήταν πολλές οι φορές που ένιωσε ότι απ’ αυτά τα ταξίδια γύρισε έστω και λίγο καλύτερα, έστω και λίγο καλύτερη απ’ ό,τι ήταν όταν τα ξεκινούσε.
Χρωστούσε λοιπόν μια αφιέρωση στα avatar της ζωής της.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Ξένοι και παράξενοι ιθαγενείς

Παρακολουθώ τις αντιδράσεις για το νομοσχέδιο που αφορά τους μετανάστες και τις πολλές παλινωδίες που αυτές προκαλούν στις αρχικές προθέσεις του. Προθέσεις που, έτσι κι αλλιώς, από αρκετούς συμπολίτες μας, ευαίσθητους στα ανθρώπινα δικαιώματα, κρίνονται επιφυλακτικές και ελλιπείς, αν όχι και συντηρητικές.
Προφανώς η προσαρμογή στις διαρκώς εξελισσόμενες κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται έχει αρκετές και μεγάλες δυσκολίες. Η χρονικά απότομη δε αντιστροφή της κατάστασης, από τότε που η κοινωνία μας αιμορραγούσε από τη μετανάστευση, σε μια νέα, όπου θα πρέπει να διαμορφώσει η ίδια πια τον πιο πρόσφορο τρόπο υποδοχής των μεταναστών από άλλες γωνιές του κόσμου, επιδεινώνει τη διαδικασία.
 
(Τη φωτογραφία δανείστηκα από εδώ)
Αυτοί που αντιδρούν είναι και οι πιο θορυβώδεις. Θαρρείς πως η ένταση της φωνής μαζί με την οργίλη επιθετικότητα της φρασεολογίας τους —για να χρησιμοποιήσω ευφημισμό— αποδεικνύουν τάχα το δίκαιο των θέσεών τους. Οι άναρθρες κραυγές τους ωστόσο αρνούνται απλώς το ζωντανό παρόν, λησμονούν το οδυνηρό παρελθόν και δεν προστατεύουν καθόλου το ευάλωτο μέλλον. Αντίθετα, η νηφαλιότητα, ο σεβασμός του άλλου και η ανθρωπιά αναδεικνύονται πολύ πιο εποικοδομητικοί κοινωνικοί παράγοντες, ιδιαίτερα αν αξιοποιούν με σύνεση και τις εμπειρίες από το παρελθόν και από άλλες χώρες.
Εκείνο που με προβληματίζει κυρίως είναι ο σχιζοφρενικός τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς του νεοέλληνα. Από τη μια, εκφράζει τους φόβους του για τη διατήρηση της «καθαρότητας» της φυλής —αγνοώντας ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν υπάρχουν πια «καθαρές» φυλές—, την οποία και ανάγει μέχρι την αρχαιότητα. Την ίδια στιγμή, από την άλλη, λησμονεί τις επιταγές του Ξενίου Διός ή το θεσμό των μετοίκων στην αρχαία Αθήνα, η οποία συχνά απένεμε τιμητικά τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη σε κάποιους από αυτούς. Ο νεοέλληνας ενοχλείται από τις συνήθειες και τις παραδόσεις των μεταναστών στη χώρα του, αλλά καμαρώνει για τις εκδηλώσεις με παραδοσιακούς χορούς και τα έθιμα που προσπαθεί να διατηρήσει ως ζωντανούς κρίκους δεσμού με την πατρίδα η ομογένεια του εξωτερικού. Ο νεοέλληνας αποπέμπει τους μετανάστες για να προστατεύσει τον πολιτισμό του (που αναδεικνύεται σ’ όλο του το μεγαλείο στη συμπεριφορά του στους ελληνικούς δρόμους —τρομάρα του!), αλλά υιοθετεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα χάμπουργκερ, τον Άγιο Βαλεντίνο. Ο νεοέλληνας θέλει βέβαια να εξασφαλίσει από τους «βάρβαρους» μετανάστες τη συνέχεια του πολιτισμού του και τις ρίζες του, αλλά προτιμά τις ξένες ονομασίες στο μαγαζί ή την επιχείρησή του —οι ελληνικές επιγραφές τραβούν το βλέμμα ακριβώς επειδή είναι τόσο σπάνιες! (Κάποιος νόμος σχετικός υπήρχε, θαρρώ…). Όσο για τη σθεναρή προστασία του γλωσσικού πολιτισμού του, μην ξεχνάμε τα γκρίκλις (πόσο γδέρνει την αισθητική η όψη αυτού του όρου, όταν γράφεται με ελληνικούς χαρακτήρες!), που έχουν αναχθεί πια σε επίσημη γλώσσα της γραπτής επικοινωνίας του νεοέλληνα! Ο νεοέλληνας ευχαρίστως ξεπουλάει ωραιότατα κομμάτια της γης του στα νησιά, τις παραθαλάσσιες περιοχές και τις λίγες εναπομείνασες πράσινες ορεινές οάσεις σε Ιταλούς, Γερμανούς, Γάλλους, Σκανδιναβούς και υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες νεαρούς ξεσαλωμένους Βρετανούς τουρίστες, αλλά θεωρεί αδιανόητο να έχουν εργασιακά δικαιώματα οι μελαμψοί εργαζόμενοι στις ίδιες αυτές περιοχές. Ο νεοέλληνας διεκδίκησε, δικαίως, τα δικαιώματα των συμπατριωτών του από τις χώρες υποδοχής τους, επιδιώκοντας συχνά στις δύσκολες στιγμές του την πολιτική και οικονομική ενίσχυση από τα διάφορα ελληνικά lobby της Διασποράς. Ο ίδιος όμως αυτός νεοέλληνας αρνείται, αδίκως, να αναγνωρίσει αντίστοιχα δικαιώματα στη δική του επικράτεια.
Εδώ που τα λέμε, έχουμε άραγε ξεχάσει ποια υποδοχή «γεύτηκαν» οι μικρασιάτες πρόσφυγες και οι παλιννοστούντες των πρόσφατων δεκαετιών;

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Ένα τηλεφώνημα

Λες κάποια στιγμή: Σαν πολύ δεν κράτησε η σιωπή του θυμού; Και συμπληρώνεις: Δεν είναι ώρα να ξεκλέψεις λίγα λεπτά από τα πρέπει σου για τα θέλω σου; Καταφατική η απάντηση.
Κάθεσαι τότε μπροστά στο πληκτρολόγιο και ατενίζεις τη λευκή οθόνη που σε κοιτά προκλητικά. Λοιπόν, τι; σε ρωτάει. Έχεις να γράψεις κάτι; Κάτι που αξίζει να γραφτεί;
Αμήχανα ξεφυλλίζεις τις μέρες της συννεφιασμένης σιωπής. Τι μεσολάβησε; Μμμμ, ναι: ο σεισμός στην Αϊτή με τη συγκίνηση των απλών ανθρώπων και την ευκαιρία για εκμετάλλευση από τους επιτήδειους. Η ευρωπαϊκή επιτήρηση, το Σύμφωνο Σταθερότητας και τα (χιλιο)μέτρα για την οικονομία. Η απόφαση του Συνασπισμού για έκτακτο συνέδριο (έκτακτα!). Μην ξεχάσεις και το διαζύγιο της Μενεγάκη (οποία φαιδρότης!). Ο αποκλεισμός επίσης του ισχυρού ΠΑΟΚ από τον «Αίαντα» της Ηπείρου. Α ναι, και ο θάνατος του Κώστα Αξελού.
Κοντοστέκεσαι προσπαθώντας να διαλέξεις. Δεν μπορείς να συγκεντρωθείς. Το μυαλό σου ανυπάκουο παραμένει αγκιστρωμένο στον ήχο του τηλεφώνου που σε ανέσυρε ξανά στην επιφάνεια το απόγευμα. Από το ακουστικό παρεισέφρησε το φως που έβαλε πάλι στις αληθινές τους διαστάσεις τα πράγματα.
— Το παιδί εξασφάλισε την πρακτική του εξάσκηση στο ερευνητικό κέντρο ακριβώς που το ενδιέφερε στη Γερμανία. Και το κυριότερο, κέρδισε υποτροφία για τις σπουδές της επόμενης χρονιάς στην Αγγλία. Το παιδί σταθερά, κοπιαστικά, ρεαλιστικά, αλλά και με αυξανόμενο ενδιαφέρον για το αντικείμενό του, στήνει σιγά-σιγά τα θεμέλια για το μέλλον του. Χωρίς άγχος, αλλά με ψυχραιμία· χωρίς περιττές ανασφάλειες, αλλά με σύστημα· χωρίς ονειροφαντασίες, αλλά με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα πόδια στέρεα να πατούν στην πραγματικότητα.
Αυτό αξίζει να γραφτεί, απαντάς στην αυθάδη οθόνη. Αυτό πρέπει να γραφτεί, της λες και καλύπτεις το παγωμένο λευκό του κενού της. Ποιο είναι αυτό; Μα, το φως του μέλλοντος.
Χρειάζεσαι διαυγέστερο φως; Χρειάζεσαι θερμότερο φως;
Δεν νομίζω.
Για όλα τα υπόλοιπα —και για αρκετά ακόμη—, επιφυλάσσομαι…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...